«Σε μια εποχή όπου η χώρα χρειάζεται άμεσα αναπτυξιακή πνοή, μέσα από νέες επενδύσεις και θέσεις εργασίας, είναι καθήκον της Πολιτείας να παρέχει ένα βιώσιμο, σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον. Με ανταγωνιστικούς συντελεστές, με μικρό διαχειριστικό κόστος και με συγκεκριμένα κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων σε τομείς και κλάδους στρατηγικής σημασίας», δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, παρουσιάζοντας τις θέσεις του Επιμελητηρίου επί του προσχεδίου του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Δυστυχώς, το προσχέδιο του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, που παρουσίασε η κυβέρνηση αποτελεί μια ακόμη χαμένη ευκαιρία μεταρρύθμισης προς αυτή την κατεύθυνση. Αγνοώντας επιδεικτικά τις εκκλήσεις αλλά και τις τεκμηριωμένες προτάσεις της αγοράς, παρουσίασε ένα σχέδιο από το οποίο απουσιάζει παντελώς η αναπτυξιακή στόχευση.

Ο σχεδιαζόμενος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος δίνει σε πολλά σημεία του την εντύπωση ότι συντάχθηκε σε ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Ακόμα χειρότερα, δεν έχει καμία σχέση με το στόχο της εξόδου από την ύφεση, που αποτελεί ζήτημα επιβίωσης για την ελληνική κοινωνία.

Αντί να στηρίζει την επιβίωση και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, το νομοσχέδιο σε πολλά σημεία του δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και αναπαράγει τα στερεότυπα της καχυποψίας και της εκ των προτέρων ενοχοποίησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Φαίνεται ότι η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών αρνείται να διδαχθεί από τα λάθη της προηγούμενης τριετίας. Συνεχίζει να παράγει νομοθετήματα της τελευταίας στιγμής, που έχουν ως αποκλειστικό στόχο να «βγει η υποχρέωση» έναντι της τρόικας, αντί να προωθούν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και να δημιουργούν προϋποθέσεις ανάκαμψης.

Οφείλουμε ειδικότερα, να εκφράσουμε την κάθετη αντίθεσή μας σε μια σειρά από ρυθμίσεις:

-Είναι αδιανόητο να θεσπίζεται οροφή 5% για την έκπτωση τόκων, σε μια εποχή όπου τα επιτόκια δανεισμού για τις επιχειρήσεις υπερβαίνουν το 7,5% και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και το 10%.

Η διάταξη αυτή, τιμωρεί τις επιχειρήσεις που έχουν υψηλό δανεισμό λόγω της κρίσης και τις οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στο λουκέτο. Επιπλέον, βάζουν πάγο σε κάθε επενδυτική προσπάθεια, καθιστώντας ακόμη πιο ακριβή τη χρηματοδότηση μέσω τραπεζικού δανεισμού.

-Αποτελεί απαράδεκτη παρέμβαση στην επιχειρηματική λειτουργία, η απαγόρευση ουσιαστικά της μεταφοράς ζημιών νομικών προσώπων, που έχουν μεταβιβάσει πάνω από το 33% των μετοχών τους στη διάρκεια μιας χρήσης. Με τον τρόπο αυτό, η επιχείρηση τιμωρείται για τις αποφάσεις ενός ή περισσότερων μετόχων της, θεωρώντας εκ προιμίου ότι έχουν στόχο τη φοροαποφυγή.

-Θεωρούμε επίσης ανεπίτρεπτο να μην αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες δαπάνες οι έκτακτες εισφορές που το ίδιο το κράτος έχει θεσμοθετήσει. Η διάταξη αυτή επιβαρύνει σημαντικά το σύνολο των επιχειρήσεων, ενώ σε τομείς όπως αυτός των ΑΠΕ, τις οδηγεί σε καταστροφή.

-Το προσχέδιο περιέχει αρκετές γενικόλογες διατάξεις, οι οποίες προκαλούν σύγχυση και αβεβαιότητα, ενώ η σαφήνεια είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα για τη βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διάταξη που αφορά τις μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να διευκρινίζει τι ισχύει για τις εισφορές που τελούν υπό ρύθμιση, η διάταξη που αφορά τη διαγραφή απαιτήσεων κ.ά.

– Θεωρούμε παράλογη την περαιτέρω επιβάρυνση της κατοχής αυτοκινήτου, ενώ έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι αυτή η επιλογή, όχι μόνο δεν αυξάνει τα δημόσια έσοδα αλλά προκαλεί και τη μείωσή τους, οδηγώντας σε ακινησία εκατοντάδες χιλιάδες οχήματα. Με αυτό τον τρόπο καταστρέφει έναν κλάδο από τον οποίο έχουν ήδη χαθεί πάνω από 25.000 θέσεις εργασίας, αλλά και μια ολόκληρη αγορά υποστηρικτικών υπηρεσιών.

Πέραν της αντίθεσής μας στις ανωτέρω συγκεκριμένες ρυθμίσεις, θεωρούμε ότι το προσχέδιο του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν αγγίζει ούτε κατά διάνοια μια σειρά από βασικά ζητούμενα, τα οποία έχουμε επισημάνει με τις προτάσεις μας.

Ειδικότερα:

– Την καθιέρωση ενιαίου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις, που δεν θα ξεπερνά το 20%, ώστε να είναι στοιχειωδώς ανταγωνιστικός σε σύγκριση με γειτονικές χώρες. Επίσης, ζητούμε:
– Διατήρηση στο 5% της φορολογίας που αφορά τη μεταβίβαση επιχειρήσεων σε τρίτους, υπαλλήλους και συγγενείς.

– Άρση των φορολογικών αντικινήτρων για την ανέγερση και αγορά κατοικίας, καθώς και για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες.

– Παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε δυναμικούς κλάδους, όπως η ενέργεια, οι εξαγωγές και ο τουρισμός.

– Απαλλαγή της φορολόγησης μέρους των κερδών, σε ποσοστό 40%, για επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 2 εκατ. ευρώ, όταν τα κέρδη αυτά χρησιμοποιούνται για αγορά μηχανολογικού και τεχνολογικού εξοπλισμού. Θέσπιση ισοδύναμης ρήτρας για μείωση του φορολογικού συντελεστή στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό πάντα με την υποχρέωση για επένδυση.

– Θέσπιση ρύθμισης που θα δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να σχηματίζουν ένα ειδικό αποθεματικό επενδύσεων τριετίας, το οποίο θα αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 80% των αδιανέμητων κερδών προ φόρων, το οποίο θα φορολογείται κατά το σχηματισμό του με συντελεστή 5% και μετά την πραγματοποίηση των επενδύσεων θα κεφαλαιοποιείται, χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση.

Όλες αυτές οι προτάσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στις άμεσες αλλά και στις μελλοντικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, έχουν πέσει μέχρι σήμερα στο κενό. Όμως, η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να σπαταλά χρόνο – ούτε τα ελάχιστα πλέον περιθώρια ανοχής της ελληνικής κοινωνίας – σε πρόχειρα νομοθετήματα, χωρίς πραγματική μεταρρυθμιστική αξία και αναπτυξιακό όφελος.

Ελπίζουμε ότι θα υπάρξουν άμεσα διορθωτικές κινήσεις, προτού η ελληνική οικονομία βρεθεί και πάλι σε αδιέξοδο».