Το πρόβλημα επομένως της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να επιλυθεί με συμβατικά μέσα νομισματικής ή άλλης πολιτικής, αλλά με επιλεκτικές και καλά στοχευμένες παρεμβάσεις στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή στους κινδύνους που συνδέονται με την ύφεση, την ποιότητα των ισολογισμών, και τις αστοχίες του προγράμματος προσαρμογής, επισημαίνεται σε μελέτη Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής (ΚΕΠΠ) με θέμα: «Κρίση και Προοπτικές Ανάκαμψης: Ανακεφαλαιοποίηση Τραπεζών και Χρηματοδότηση της Οικονομίας» που παρουσιάστηκε σήμερα το απόγευμα σε εκδήλωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ).
Χωρίς ανάληψη μέρους των πιστοδοτικών κινδύνων από δημόσιους – εθνικούς και ευρωπαϊκούς – θεσμούς, μέσω ενός διευρυμένου προγράμματος εγγυήσεων, περιορίζονται δραστικά οι δυνατότητες χρηματοδότησης της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και επιδεινώνονται οι κοινωνικές και, ευρύτερα, εθνικές προοπτικές, αναφέρεται στην μελέτη. Στο πλαίσιο μιας σταθεροποιητικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει να χαλαρώσει τους όρους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, μειώνοντας το κόστος του χρήματος. Αυτό σημαίνει χαλάρωση των κριτηρίων καταλληλότητας των ενεχύρων και μερική ανάληψη του κινδύνου που ενσωματώνεται στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών της περιφέρειας. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα διευκόλυνε την πλήρη μετάβαση από τον ELA στην ΕΚΤ, αποκαθιστώντας τον πρώτο βασικό κρίκο της πιστωτικής αλυσίδας.
Ο κρίκος τράπεζες-επιχειρήσεις πρέπει να ενισχυθεί με μια ευρείας έκτασης πολιτική εγγυήσεων επιχειρηματικού κινδύνου. Στη μελέτη περιγράφονται αρκετές τέτοιες πρωτοβουλίες που είναι είτε στο στάδιο της διερεύνησης είτε στο στάδιο περιορισμένης ή δοκιμαστικής εφαρμογής.
Σε χαιρετισμό του στην εκδήλωση ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ακόμα κι αν η ανακεφαλαιοποίηση αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φερεγγυότητας του τραπεζικού συστήματος, η ικανότητά του να στηρίξει την ανάκαμψη συνδέεται άμεσα με τη γενικότερη πορεία της χώρας και της ελληνικής οικονομίας.
Τόνισε, ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σήμερα το υψηλότερο ποσοστό απορρίψεων για χρηματοδότηση στην ευρωζώνη, με ποσοστό περίπου 45% που είναι υπερδιπλάσιο του μέσου όρου. Ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα, πέρα από το υψηλό κόστος της χρηματοδότησης, είναι η συνεχής αυστηροποίηση των μη επιτοκιακών όρων. Με τις απαιτήσεις των τραπεζών για εμπράγματες εξασφαλίσεις να φθάνουν συχνά σε υπερβολικά επίπεδα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρειάζονται και αξίζουν κατάλληλη στήριξη, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν και κυρίως να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της επόμενης μέρας: στην ανάγκη για εξωστρέφεια, για υιοθέτηση καινοτομιών, για αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ανέφερε ο κ.Μίχαλος.
Μιλώντας στην εκδήλωση ο πρόεδρος του ΚΕΠΠ και πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου ανέφερε ότι η Ελλάδα , τον τελευταίο χρόνο, διαθέτει μια κυβέρνηση η οποία έχει καθαρή γραμμή και τη βούληση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια σταθεροποίησης. Όμως, η απόσταση από το στόχο, την έξοδο από την κρίση και την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ικανών να απορροφήσουν την ανεργία, παραμένει τεράστια, ενώ οι κίνδυνοι εκτροπής δεν έχουν εκλείψει. Οι οικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να είναι αβέβαιες. Οι αντοχές της κοινωνίας, αλλά και του ίδιου του πολιτικού συστήματος, εξαντλούνται. Για πόσο χρόνο ακόμα θα υπάρχουν κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες διατεθειμένες να ψηφίζουν και να υλοποιούν επαχθή και μη δημοφιλή μέτρα; Είναι επείγον να υπάρξει κινητοποίηση της κυβέρνησης, καθώς και των παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, με στόχο την ανάκαμψη της οικονομίας, που αποτελεί το κλειδί για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό, ανέφερε ο πρόεδρος του ΚΕΠΠ.
Σε χαιρετισμό του ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή και Βιομηχανίας Γιώργος Στεργίου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην σημασία της βελτίωσης της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό καθώς και στην σταθεροποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος για την χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.