Το πρώτο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, το οποίο θα δημοσιεύεται κάθε δίμηνο, έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
Το δελτίο αναδεικνύει τρία βασικά σημεία:
α) Την απογοήτευση από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών και τη διαφαινόμενη αδυναμία ουσιαστικής επιτάχυνσης του ρυθμού ανάκαμψης της οικονομίας το 2019-2020, παρά το θετικό μετεκλογικό κλίμα στις αγορές.
β) Την αναντιστοιχία μεταξύ εθνικών αναπτυξιακών προσδοκιών και διεθνούς οικονομικής δυσανεξίας, με την κρίσιμη απόκλιση βραχυχρόνιων δεικτών και οικονομικών μεγεθών μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης στους τομείς, κυρίως, της βιομηχανίας, των εξαγωγών και του οικονομικού κλίματος, εξέλιξη που δεν είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμη και
γ) την αρνητική επίδραση της γενικευμένης αβεβαιότητας στις προσπάθειες προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα, τη δυσκολία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου στο βαθμό που η προσέλκυση επενδύσεων επικεντρώνεται σε μη παραγωγικές επενδύσεις και, τέλος, τις αβέβαιες προσδοκίες που καλλιεργούνται σχετικά με την ικανότητα της νέας πολιτικής φορολογικών ελαφρύνσεων να απογειώσουν τις επενδύσεις και την αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα.
«Παρά το γεγονός ότι η επίδοση του β΄ τριμήνου -ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (1,9%)- ήταν εμφανώς υψηλότερη από αυτήν του α΄ τριμήνου (1,1%), η μακρο-εικόνα της οικονομίας δεν δημιουργεί αισιοδοξία, αλλά προβληματισμό» σημειώνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ στο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, ενώ τονίζει τα εξής:
«α) Η ανάπτυξη του β΄ τριμήνου του 2019 (1,9%) ήταν χαμηλότερη των κυβερνητικών προβλέψεων (2,3% η τελευταία εκτίμηση τον Ιούλιο 2019) κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες.
β) Η ανάπτυξη του α΄ εξαμήνου του 2019 (1,5%) ήταν χαμηλότερη τόσο έναντι των κυβερνητικών προβλέψεων (2%, βάσει Προγράμματος Σταθερότητας), όσο και έναντι της επίδοσης του α΄ και του β΄ εξαμήνου του 2018 (2,1% και 1,8%, αντίστοιχα).
γ) Τέλος, η ανάπτυξη του α΄ εξαμήνου 2019 είναι στατιστικά και ποιοτικά προβληματική, δεδομένου ότι στην αύξηση 1,5% του ΑΕΠ η συμβολή των στατιστικών διαφορών (και αποθεμάτων) είναι πολύ υψηλή, φτάνοντας τις 0,9 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η ώθηση που δίνει το β΄ τρίμηνο οφείλεται στην αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, με τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου να σημειώνουν ετήσια κάμψη (-5,8%).
Συνεπώς, παρά την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης από τρίμηνο σε τρίμηνο, σε επίπεδο εξαμήνου παρατηρείται εμφανή επιβράδυνση στην αύξηση του ΑΕΠ, εξαιτίας της αντίστοιχης επιβράδυνσης από πλευράς επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και κατανάλωσης νοικοκυριών, ενώ σημειώνεται μεταστροφή και θετική άνοδος στις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, στη δημόσια κατανάλωση και στα αποθέματα/στατιστικές διαφορές.
Σημειώνεται πως η αρνητική ετήσια μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης το β΄ τρίμηνο συνέβη για πρώτη φορά από το δ΄ τρίμηνο του 2017 και συνδέεται με τη δυσμενή πορεία του όγκου του λιανικού εμπορίου την περίοδο Απριλίου-Ιουλίου (εξαίρεση ο Ιούνιος). Η εξασθένηση αυτή της ιδιωτικής κατανάλωσης προκαλεί προβληματισμό, γιατί έλαβε χώρα, παρά την ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 2,4%, το α΄ εξάμηνο (έναντι 1,7% το α΄ εξάμηνο του 2018) και παρά την αντίστοιχη αύξηση των μισθών κατά 1,4% έως 1,9% (αναλόγως του δείκτη μέτρησης), το ίδιο διάστημα.
Κυρίως δε οφείλεται στην προεκλογική αβεβαιότητα, στις υψηλές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, στα ενυπόθηκα δάνεια και στο διογκούμενο κύμα κατασχέσεων και πλειστηριασμών, το οποίο, μάλιστα, αναμένεται να ενταθεί, από τη στιγμή που έληξε η προθεσμία ένταξης στις 120 δόσεις (μόλις το 30% του συνόλου των 1,8 εκατ. οφειλετών στο Δημόσιο εντάχθηκε τελικά σε αυτές) και τη δραστική επίσπευση ρευστοποίησης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), ύψους 30 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα, η ετήσια μείωση των επενδύσεων το β΄ τρίμηνο, η οποία εξηγείται κατά ένα μέρος από την υψηλή βάση του β΄ τριμήνου του 2018, δεν αναμένεται να συνεχιστεί το β΄ εξάμηνο του 2019, λόγω της μεγάλης αρνητικής πορείας του β΄ εξαμήνου του 2018 (χαμηλή βάση).
Επιπλέον, αν εξαιρεθούν οι επενδύσεις σε κατασκευές, πλην κατοικιών, οι οποίες σημείωσαν σημαντική πτώση κατά 45,5%, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην επανεκκίνηση σημαντικών κατασκευαστικών έργων, παρά την ανοδική πορεία στην εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) (+68,1%), οι επενδύσεις σε όλες τις υποκατηγορίες εξοπλισμού εντός του β΄ τριμήνου του 2019 σημείωσαν αύξηση σε ετήσια βάση (73,6% στον μεταφορικό εξοπλισμό, 2,3% στον εξοπλισμό τεχνολογίας, 3% στον μηχανολογικό εξοπλισμό και 20,5% στο σύνολο του εξοπλισμού), όπως επίσης και οι επενδύσεις στις κατοικίες (19,5%).
Η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα υψηλών θετικών προσδοκιών ως προς την προοπτική των επενδύσεων.
Στην παρούσα φάση, κρίνεται ως θετική εξέλιξη η συνεχιζόμενη ετήσια αύξηση 3,2% των ξένων άμεσων επενδύσεων στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019 και η μείωση των spread στα κρατικά ομόλογα, η οποία δεν αποτυπώνει κάποια αξιοσημείωτη βελτίωση των θεμελιωδών προσδιοριστικών παραγόντων της φερεγγυότητας της ελληνικής οικονομίας», σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ αναφέρει ότι τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τους επίσημους οργανισμούς, θεωρείται σχεδόν βέβαιη η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης το β΄ εξάμηνο του 2019 στο 2,5%, ούτως ώστε το 2019 να κλείσει με αύξηση του ΑΕΠ κοντά στο 2% (βλ. προσχέδιο προϋπολογισμού και τελευταίες εκτιμήσεις ΟΟΣΑ, ΔΝΤ για αύξηση 2% και του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας για 1,9%), που είναι, ωστόσο, χαμηλότερος από τον προηγούμενο επίσημο στόχο για 2,3% του 2019. Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει, η κυβερνητική πρόβλεψη για τη δυναμική της ανάπτυξης το 2020 είναι 2,8%. Με βάση το δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η πρόβλεψη αυτή φαίνεται να αγνοεί επιδεικτικά τις δυσμενείς εξελίξεις στην ελληνική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, οι οποίες προβλέπεται να συνεχιστούν και να επιδεινωθούν στο προσεχές διάστημα.
«Αν ληφθούν υπόψη και οι τελευταίες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠOE) για την ανάπτυξη, διεθνώς, τότε ο ρεαλισμός της ανάλυσης της πορείας της ελληνικής οικονομίας επιβάλλει σύνεση και ιδιαιτέρως συγκρατημένη αισιοδοξία. Η διάψευση των προσδοκιών μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη κατάρρευση της ψυχολογίας, κυρίως, σε μία οικονομία με αδύναμη θεσμική συγκρότηση», όπως εκτιμά το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Επενδύσεις
«Στις συνθήκες αυτές της γενικευμένης αβεβαιότητας, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στην Ελλάδα είναι αβέβαιο, αν θα λάβει τη μορφή παραγωγικών επενδύσεων (Greenfields) ικανών να μεταβάλουν με όρους βιωσιμότητας την παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας. Το πιθανότερο είναι το όποιο ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να περιοριστεί στις ιδιωτικοποιήσεις και σε εξαγορές εταιρικών μεριδίων (π.χ. σε επιχειρήσεις υπό αναδιάρθρωση), σε τουριστικά ή άλλα ακίνητα, στα μεγάλα έργα υποδομής με κρατική συμμετοχή (π.χ. ενέργεια) και στην αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πολύ περισσότερο που ο ένας πυλώνας της αναπτυξιακής στρατηγικής της κυβέρνησης στοχεύει στην ενεργοποίηση του άξονα οικοδομή-real estate-τουρισμός και πριμοδοτεί τη διατηρησιμότητα του παραγωγικού υποδείγματος που μας οδήγησε στην κρίση» σχολιάζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Προσθέτει ότι, ανεξάρτητα από το θέμα της ποιότητας και της διάρθρωσης των νέων επενδύσεων, ένα επίσης σημαντικό ζήτημα είναι, εάν η προσδοκώμενη αύξησή τους θα είναι τελικά τόση, ώστε να προκαλέσει την επιθυμητή ανάπτυξη της οικονομίας, που θα ενισχύσει την αξιοπιστία της.
«Πρώτον, γιατί το ειδικό βάρος των επενδύσεων στο ΑΕΠ της Ελλάδας είναι μικρό, μετά τη μακριά περίοδο αποεπένδυσης. Δεύτερον, γιατί η χώρα βαρύνεται με υψηλό γεωπολιτικό ρίσκο. Τρίτον, γιατί το έλλειμμα χρηματοδότησης παραμένει κεντρικό εμπόδιο στην ανάληψη επενδύσεων. Παρά την αύξηση των τραπεζικών πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, τους πρώτους επτά μήνες (2,8% το 2019 έναντι -1,1% το 2018), το κόστος του τραπεζικού δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει δυσανάλογα υψηλό, αν και υπάρχει σημαντική μείωση της απόδοσης του 10ετούς κρατικού ομολόγου» συμπληρώνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, καταλήγοντας ότι οι διαπιστώσεις του τρέχοντος δελτίου οικονομικών εξελίξεων δεν απορρίπτουν την αναγκαιότητα της φορολογικής ελάφρυνσης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ωστόσο, αμφισβητούν ότι λειτουργεί ως ένα αποτελεσματικό κίνητρο για νέες επενδύσεις, καθώς επίσης και ότι το αναπτυξιακό της αποτέλεσμα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.