Συνεχίζεται η προσπάθεια των τραπεζών για μείωση των «κόκκινων» δανείων, με τα 107,2 δις ευρώ του 2016 να έχουν μειωθεί στα 75 δις.
Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 32 δισ. ευρώ σε μια δύσκολη μάλιστα για την οικονομία περίοδο, όπως έχουν αναφέρει τραπεζικά στελέχη, αποτελεί επιτυχία για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, και κινείται στον στόχο που έχει να επιστρέψει στην κανονικότητα και να αφιερωθεί με όλες τις δυνάμεις στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Στόχος των ελληνικών τραπεζών είναι στο τέλος του 2021 τα ΜΕΔ να διαμορφωθούν σε επίπεδο σημαντικά κάτω των 30 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, η κάθε τράπεζα ακολουθεί τη δική της στρατηγική, ενώ θα μπορεί πλέον να εκμεταλλευθεί συμπληρωματικά και το «Σχέδιο Ηρακλής» που εγκρίθηκε την εβδομάδα που μας πέρασε από την ΕΕ.
Το σχέδιο Ηρακλής, όπως ανέφερε το υπουργείο Οικονομικών, αποτελεί μία συστημική λύση εμβέλειας για τη ριζική αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων που θα μειώσει τον όγκο τους, ο οποίος στερούσε τη ρευστότητα από την αγορά. Είναι μία λύση που στηρίζεται στην αγορά γιατί αντλεί τα κεφάλαια από τους επενδυτές και δεν επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο και τον κρατικό προϋπολογισμό. Το σχέδιο Ηρακλής, τόνισε το υπουργείο με αφορμή την έγκριση του από την ΕΕ, έγινε δυνατό χάρη στην κυβερνητική αλλαγή, η οποία δημιούργησε τις ευνοϊκές συνθήκες φθηνού δανεισμού με χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια, όπως έδειξε η έκδοση των τρίμηνων εντόκων γραμματίων του δημοσίου.
Το συγκεκριμένο σχέδιο είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, γιατί προσφέρει ομόλογα με θετικές αποδόσεις σε μία εποχή αρνητικών επιτοκίων. Προσφέρει έναν καινοτόμο μηχανισμό, καθώς για πρώτη φορά στην Ευρωζώνη μία χώρα που δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα, θα έχει πρόσβαση στις αγορές για να μπορέσει να εξαλείψει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Αποτελεί το πρώτο μέρος της ευρύτερης κυβερνητικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Χάρη στο σχέδιο αυτό, οι τράπεζες θα μπορέσουν να εξυγιάνουν γρήγορα τους ισολογισμούς τους και να στραφούν στον πραγματικό τους ρόλο, που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η υλοποίηση του σχεδίου θα επιτρέψει στους πολίτες, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στο φθηνό τραπεζικό δανεισμό, ανέφερε το υπουργείο στην ανακοίνωση του.
Η διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να προχωρήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα
Από την πλευρά του ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, ερωτηθείς σε συνέντευξη Τύπου στο Λουξεμβούργο σχετικά με την απόφαση της ΕΕ για το σχέδιο «Ηρακλής» της ελληνικής κυβέρνησης, επισήμανε ότι η διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι το μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας καθώς το ποσοστό τους είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, σημείωσε ο Κ. Ρέγκλινγκ, προσθέτοντας ότι παρ’ όλο που υπάρχει μια μείωση που αποτελεί πρόοδο, το σημείο εκκίνησης ήταν πολύ υψηλό. Είναι σημαντικό αυτή η διαδικασία να συνεχιστεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα έτσι ώστε οι ελληνικές τράπεζες να παίξουν και πάλι το ρόλο που παίζουν σε κάθε υγιή οικονομία, παρέχοντας δάνεια, κατέληξε ο Κ. Ρέγκλινγκ.
Οι ελληνικές τράπεζες ανταποκρίνονται στην πρόκληση μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Σε ομιλία του στο δεύτερο Athens Investment Forum, ο επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ, Τάσος Αναστασάτος, τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες ανταποκρίνονται στην πρόκληση μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, υπεραποδίδοντας έναντι των στόχων που έχουν τεθεί. Η βασικότερη προϋπόθεση όμως για την επιστροφή θετικών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης αφορά την ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της ζήτησης για δάνεια. Αυτό αναμένεται να ακολουθήσει την ανάκαμψη της οικονομίας και όχι να προηγηθεί, γεγονός που θέτει τις προϋποθέσεις ώστε η αναπτυξιακή προσπάθεια να οικοδομηθεί σε πιο διατηρήσιμη βάση σε σχέση με το παρελθόν, πρόσθεσε.
Όσον αφορά την ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και ανάπτυξη, τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια κι έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους μέσω επιστροφής καταθέσεων και πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά. Επιπλέον, η μείωση του κινδύνου της χώρας και η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχουν συντελέσει στη σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από τον Δεκέμβριο του 2011, ενώ υπάρχει δυναμική περαιτέρω μείωσης, με την προϋπόθεση της εφαρμογής φιλοαναπτυξιακών πολιτικών.