Δασμοί, απειλές, οικονομικές συνέπειες. Ο εμπορικός πόλεμος τον οποίο έχει κηρύξει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στην Κίνα και την ΕΕ δεν είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία των ΗΠΑ. Αντίθετα, οι εμπορικές διενέξεις και η επιβολή δασμών φαίνεται να είναι συνυφασμένα με τη διαμόρφωση της ιστορίας των ΗΠΑ.
Το ημερολόγιο γυρίζει αιώνες πίσω και, όπως υπενθυμίζει το History Channel, και αναμεταδίδει το ΑΜΠΕ, η ίδια η γέννηση του κράτους των ΗΠΑ συσχετίζεται με την έκρηξη ενός εμπορικού πολέμου. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Βρετανία αποφάσισε να φορολογήσει όλα τα αμερικανικά προϊόντα, από εφημερίδες ως το τσάι, σε αντίποινα για την πατριωτική εξέγερση που είχε ξεσπάσει λίγο πριν στους δρόμους της Βοστόνης. Η κλιμάκωση της εμπορικής αυτής αντιπαράθεσης κατέληξε στο πασίγνωστο επεισόδιο του Boston Tea Party της 16ης Δεκεμβρίου 1773. Τότε, οι Αμερικανοί άποικοι μποϊκόταραν την παντοδύναμη βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, πετώντας το πολύτιμο φορτίου τσαγιού στο λιμάνι της Βοστόνης. Συνολικά θεωρούμενα, τα γεγονότα υποδεικνύουν πως η θρυαλλίδα για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας στάθηκε μία ασήμαντη εμπορική διένεξη, που κατέληξε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Ένα δεύτερο επεισόδιο εμπορικού πολέμου που διαμόρφωσε την αμερικανική ιστορία είναι η Πράξη Σμουτ-Χόλεϊ (Smoot -Hawley Act). To 1930, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Έντγκαρ Χούβερ επιδιώκοντας να περιορίσει τις καταστροφικές συνέπειες που είχε στη γεωργία της χώρας το Μεγάλο Κραχ του 1929, αποφάσισε να επιβάλει δασμούς στα σιτηρά και τα άλλα γεωργικά προϊόντα που εισήγαγαν οι ΗΠΑ από τον Καναδά και την Ευρώπη. Όμως, αυτή η κίνηση δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα και βάθυνε την ύφεση, καθώς υψώθηκαν εμπορικά φράγματα που στην ουσία μείωσαν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους παραγωγούς και τα γεωργικά προϊόντα. Η γενικευμένη ύφεση που προκάλεσε η απόφαση του Χούβερ επιλύθηκε όταν ο επόμενος πρόεδρος Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ αναίρεσε τη σχετική Πράξη και τους φόρους που είχε επιβάλει η προηγούμενη κυβέρνηση. Όπως σημειώνει και το Business Insider, είναι ενδιαφέρον που και στην παρούσα οικονομική αντιπαράθεση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ τα γεωργικά προϊόντα βρίσκονται στο επίκεντρο.
Τρίτος σταθμός είναι αντιπαράθεση με την Ιαπωνία το 1987, οπότε ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν αποφάσισε να επιβάλει δασμούς 100% σε εισαγωγές από την Ιαπωνία ύψους 300 εκατ. δολαρίων. Το μέτρο αφορούσε κυρίως προϊόντα ηλεκτρονικής τεχνολογίας και κλιματισμού. Ο λόγος που πυροδότησε αυτήν την απόφαση ήταν οι τακτικές προστατευτισμού των προϊόντων της που προωθούσε η ιαπωνική κυβέρνηση και κατά τη γνώμη της Ουάσιγκτον ήταν αθέμιτες. Το Τόκιο υπό τη μορφή επιχορηγήσεων και τελωνειακών εμποδίων επεδίωκε να ενισχύσει την πλεονεκτική θέση στην αγορά των εγχώριων εταιρειών. Τότε, η ιαπωνική κυβέρνηση επέλεξε να μη σηκώσει το γάντι που πέταξε ο Ρίγκαν, προκειμένου να μην καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία και το σύστημα των ελεύθερων συναλλαγών που είχε οικοδομηθεί γύρω από αυτήν. Η εμπορική διαμάχη αυτή επιλύθηκε λίγο αργότερα με την ιστορική συμφωνία εμπορικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ιαπωνίας, που διαρκεί έως τις ημέρες μας.
Ο επονομομαζόμενος «πόλεμος της μπανάνας» είναι ακόμη μια ενδιαφέρουσα πτυχή στην ιστορία των οικονομικών πολέμων που έχει ξεκινήσει η Ουάσιγκτον. Στη δεκαετία του ’90 οι αμερικανικές εταιρείες, όπως η United Fruit Company, έλεγχαν και καρπώνονταν ουσιαστικά το παγκόσμιο εμπόριο μπανάνας μέσα από την επιβολή τους στις φυτείες της Νοτίου Αμερικής. Εν τούτοις, η αμερικανική κυβέρνηση παραπονιόταν, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να εξάγει με πλεονεκτικές τιμές τις μπανάνες στην Ευρώπη (τον μεγαλύτερο καταναλωτή του προϊόντος). Ο λόγος ήταν ότι οι χώρες της Ευρώπης εφάρμοζαν υψηλούς δασμούς στα φρούτα που εισάγονταν από τη Λατινική Αμερική. Ο εμπορικός πόλεμος που ξέσπασε επιλύθηκε όταν η Ευρώπη αποφάσισε να καταργήσει τους δασμούς σε προϊόντα που προέρχονται από την περιοχή αυτή. Ακόμη και σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, χώρες όπως ο Ισημερινός, η Κόστα Ρίκα, η Κολομβία και η Γουατεμάλα, είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί μπανάνας στον κόσμο κι η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εισαγωγέας τους.