Το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην Κίνα έφερε στο προσκήνιο έναν από τους σημαντικότερους επενδυτικούς κλάδους στον τομέα των πρώτων υλών, το μάρμαρο, που έχει τεράστια περιθώρια για εξαγωγές, όπως επισημάνθηκε στη συνάντηση του κ. Σαμαρά με τον Κινέζο ομόλογό του Λι Κετσιάνγκ.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το μάρμαρο, ένα φυσικό προϊόν με τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης, μεγάλο εξαγωγικό ενδιαφέρον και πολλές επιχειρηματικές ευκαιρίες – αν αξιοποιηθεί σωστά, μέσα από κατάλληλο σχεδιασμό – αποτελεί αναμφισβήτητα, σήμερα, μια πολύ καλή διαφήμιση για την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Την ίδια ώρα, όμως, είναι ένα επιχειρηματικό αντικείμενο με πολλά ανοιχτά ζητήματα, η επίλυση των οποίων χρονίζει με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ολοκληρωμένη εκμετάλλευση και αξιοποίηση της φημισμένης πρώτης ύλης.
«Ο κλάδος του μαρμάρου έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση. Παραδοσιακά, το μάρμαρο ήταν στο 50% της εγχώριας ζήτησης από την παραγωγή των εργοστασίων. Αυτό είναι ένα στοιχείο που – δυστυχώς – έχει χαθεί. Σήμερα, υπάρχουν πολλά εργοστάσια που αγωνίζονται να κρατηθούν και πολλά έχουν κλείσει τον κύκλο εργασιών τους» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μαρμάρου Ανατολικής Μακεδονίας Νικηφόρος Σκαρής.
Ωστόσο, οι εξαγωγές παραμένουν ένα πολύ δυνατό «χαρτί» για τον κλάδο του μαρμάρου, έναν από τους πιο εξωστρεφείς κλάδους της χώρας, με εξαγωγές προς την Κίνα και τη Μέση Ανατολή, που χρονολογούνται από το 1990, όπως αναφέρει ο κ. Σκαρής.
«Αρχικά – σημειώνει – οι εξαγωγές ήταν σε κατεργασμένα και ημικατεργασμένα προϊόντα, όμως την τελευταία δεκαετία αυτό έχει αλλάξει. Ναι μεν η Κίνα είναι η πρώτη χώρα που απορροφά την παραγωγή, κυρίως σε μάρμαρα από τα λατομεία της περιοχής του Βώλακα Δράμας, όμως αφορά αποκλειστικά όγκους και όχι κατεργασμένα προϊόντα μαρμάρου. Αυτό σημαίνει ότι χάνεται προστιθέμενη αξία και δε μένει τίποτα πίσω στη χώρα μας, αφού οι όγκοι φεύγουν απευθείας για επεξεργασία στην Κίνα».
Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ανάγκασε τους επιχειρηματίες να στραφούν σε ξένες αγορές. Το ποσοστό των εξαγωγών μαρμάρου ανά τον κόσμο φτάνει σήμερα το 80%, όπου τη «μερίδα του λέοντος» κατέχει η Κίνα και ακολουθούν οι χώρες της Μέσης Ανατολής.
«Αυτή τη στιγμή οι εξαγωγές έχουν φτάσει σχεδόν στο 80%. Μιλάμε δηλαδή για μια αύξηση της τάξης του 30% και πάνω, αφού τα προηγούμενα χρόνια η εγχώρια αγορά είχε ζήτηση που έφτανε στο 50% της παραγωγής. Δεν είναι βέβαια πάντα υγιές αυτό το ποσοστό. Αναζητώντας νέες αγορές, ενδεχομένως οι πωλήσεις να γίνονται και κάτω από το κόστος εξόρυξης. Με τον όρο κέρδος δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτές τις εξαγωγές.
Τα περισσότερα εργοστάσια καταγράφουν ζημιές, με κάποια να απειλούνται με κλείσιμο κι άλλα να περιμένουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Από αυτό το 80% της συνολικής εξαγωγής, πάνω από το 30% κατευθύνεται προς την Κίνα και το υπόλοιπο εξαγόμενο μάρμαρο διατίθεται σε χώρες της Μέσης Ανατολής, στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στην ευρωπαϊκή αγορά» υπογραμμίζει ο κ. Σκαρής.
Το λευκό μάρμαρο της Θάσου
Το νησί της Θάσου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παραγωγούς μαρμάρου στην Ελλάδα, με το φημισμένο λευκό μάρμαρο του νησιού να γίνεται σχεδόν ανάρπαστο σε όλες τις μεγάλες αγορές του εξωτερικού.
«Υπάρχει ομολογουμένως ενδιαφέρον για το λευκό μάρμαρο, όχι όμως στα επίπεδα που είναι η ζήτηση για το μάρμαρο του Βώλακα. Δεν υπάρχουν τόσο πολλά λατομεία στο νησί, όπως στον Βώλακα.
Είναι καθαρά θέμα διαθεσιμότητας. Δεν υπάρχουν άδειες. Επιπλέον, τα περισσότερα λατομεία στη Θάσο αγγίζουν την τεσσαρακονταετία, καθώς η νομοθεσία δίνει δυνατότητα εκμετάλλευσης μέχρι σαράντα χρόνια.
Αυτό σημαίνει ότι είναι στο όριο να σταματήσουν να λειτουργούν. Έτσι, μερικά από τα πιο σημαντικά λατομεία του νησιού θα περάσουν σε αδράνεια.
Αυτό, ως Σύνδεσμος προσπαθούμε, με πλήθος ενεργειών, να το αλλάξουμε με τροποποίηση της νομοθεσίας και αντί της τεσσαρακονταετίας να τροποποιηθεί μέχρι εξάντλησης των αποθεμάτων. Αυτό είναι το πιο επείγον πρόβλημα, μετά την κρίση, που αντιμετωπίζουμε και χρήζει άμεσης λύσης. Ο κλάδος χωρίζεται στις λατομικές και μεταποιητικές δραστηριότητες.
Τα εργοστάσια που μεταποιούν βιώνουν την κρίση με μείωση των τζίρων τους και με προβλήματα στη δανειοδότηση από τις τράπεζες. Τα λατομεία ωστόσο ως επιχειρήσεις είναι σε καλύτερη κατάσταση» επισημαίνει ο κ. Σκαρής.
Από την πλευρά του, ο δήμαρχος Θάσου Κώστας Χατζηεμμανουήλ, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ για τη σπουδαιότητα της εξόρυξης μαρμάρου στην οικονομία του νησιού, τονίζει πως «οι εισφορές από την εξόρυξη μαρμάρου αποτελούν ένα πολύ σημαντικό έσοδο για τον Δήμο μας.
Όμως, θα σας τονίσω ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αποκατάσταση του περιβάλλοντος και τον έλεγχο του προϊόντος που εξορύσσεται. Είναι το προϊόν το οποίο εξάγεται κυρίως στις αραβικές χώρες και φέρνει, όχι μόνο στη Θάσο αλλά και στη χώρα μας, το πολύτιμο συνάλλαγμα.
Τονίζω, όμως, και πάλι ότι πρέπει να τηρούνται οι περιβαλλοντικοί όροι ώστε να μην δημιουργείται καταστροφή στο περιβάλλον και να γίνεται η αποκατάσταση. Αυτός είναι και ο γνώμονας με τον οποίο κινούμαστε ως δημοτική αρχή».
Αναφερόμενος στην ανανέωση των αδειών για τις λατομικές δραστηριότητες ο δήμαρχος Θάσου φαίνεται να είναι μάλλον επιφυλακτικός και επισημαίνει ότι «όπως σας είπα, το μάρμαρο αποτελεί ένα σημαντικό έσοδο για το νησί, όμως τα τελευταία δύο χρόνια κάνουμε πολλές προσπάθειες, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν επιτυχείς στο να αναπτύξουμε τον τουρισμό περισσότερο και βεβαίως τον πρωτογενή τομέα -και αναφέρομαι κυρίως στην ελιά και στο λάδι».
Δαιδαλώδης διαδρομή για την απόκτηση δικαιωμάτων λατομείου
Αυτή τη στιγμή, τα λατομεία στους νομούς Καβάλας και Δράμας φτάνουν τα 80 και ειδικότερα στη Θάσο τα 25 (ορισμένα από αυτά είναι αδρανή και έχουν εγκαταλειφθεί πάνω από μια δεκαετία).
Για να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος επενδυτής τα δικαιώματα χρήσης ενός λατομείου, πρέπει να περάσει μέσα από μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία, με πολλή γραφειοκρατία, που μπορεί να φτάσει τα δύο έως πέντε χρόνια για την αδειοδότηση, και μ’ ένα κόστος που μπορεί να ξεπεράσει τις 150.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του κόστους μελετών και εγγυητικών επιστολών). Απαιτείται η γνωμοδότηση από 20 διαφορετικές υπηρεσίες, με το μεγαλύτερο εμπόδιο να «υψώνεται» από τις κατά τόπους αρχαιολογικές υπηρεσίες.
«Δεν είναι καθόλου εύκολο να βγει μια νέα άδεια, συν του ότι οι τοπικές κοινωνίες εκφράζονται αρνητικά μέσω των δήμων» σημειώνει ο κ. Σκαρής και συνεχίζει τονίζοντας ότι «στο παρελθόν ξεκίνησαν πολλές ιδιωτικές προσπάθειες για την προστασία του παραγόμενου ελληνικού μαρμάρου και των κατά τόπους συνδέσμων. Έχουν συσταθεί γραφεία για τη διαχείριση του ελληνικού μαρμάρου με ελληνικές επενδύσεις στην Κίνα.
Έλληνας επενδυτής, προερχόμενος από την Ανατολική Μακεδονία, διατηρεί λατομείο στη χώρα και σήμερα υπάρχουν δύο εργοστάσια με δική τους παραγωγή στην περιοχή της Σαγκάης και με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να προωθήσουν το ελληνικό προϊόν».
Οι εμπορικές σχέσεις με την Κίνα
«Το πρόβλημα στις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα», διευκρινίζει ο κ. Σκαρής, «είναι ότι εξάγουμε μόνο όγκους μαρμάρου λόγω της δασμολογικής πολιτικής που ακολουθεί η χώρα και αφόρα γενικότερα την εισαγωγή πρώτων υλών.
Δηλαδή, οι δασμοί προς τους Κινέζους επιχειρηματίες που εισάγουν όγκους μαρμάρου είναι μόλις 3%, ενώ αν εισάγουν κατεργασμένα προϊόντα μαρμάρου οι δασμοί εκτινάσσονται στο 25%. Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να λυθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η απώλεια κερδών από τη μη μεταποίηση των προϊόντων μας και την εξαγωγή μόνο όγκων είναι μεγάλη. Κατά μέσο όρο, το μεταποιημένο προϊόν έχει αξία τέσσερις φορές πάνω από τον όγκο που σήμερα εξάγεται κατά κύριο λόγο».
Οι εργαζόμενοι σε Καβάλα, Δράμα και Θάσο στον χώρο του μαρμάρου φτάνουν σήμερα περίπου τα 7.000 άτομα, οι μισθοί των οποίων – σε αντίθεση με άλλους κλάδους – δεν ακολούθησαν πτωτική πορεία. Αντιθέτως, παρέμειναν σταθεροί και ο μέσος μισθός των εργαζομένων στις λατομικές επιχειρήσεις ξεκινάει από τα 1.000 ευρώ καθαρά.