«Οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί διάσωσης δημιουργήθηκαν διότι κανένας πιστωτής δεν ήταν πλέον πρόθυμος να δώσει νέο χρήμα στην Ελλάδα, τη στιγμή που το έλλειμμά της υπερέβαινε το 13%», δήλωσε η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ και τάχθηκε για μία ακόμη φορά κατά της ανάπτυξης, μέσω της δημιουργίας νέων χρεών.
Κατά τη διάρκεια κλειστού δείπνου που διοργάνωσε η οικονομική εφημερίδα «Der Handelsblatt» με την καγκελάριο και αναγνώστες, η κ. Μέρκελ σημείωσε με απορία ότι «ακόμη και μετά τη μεγάλη αυτή κρίση, δεν κυριαρχεί παντού η πεποίθηση ότι η ανάπτυξη πρέπει να επιτευχθεί μέσω της μείωσης των χρεών», ενώ υπεραμύνθηκε της πολιτικής της, υποστηρίζοντας πως «όταν τασσόμαστε υπέρ της μείωσης των χρεών στην Ευρώπη, το κάνουμε με λογικό και εφικτό για τις χώρες τρόπο, χωρίς να απαιτούμε οι χώρες να αποπληρώσουν αμέσως τα παλιά τους χρέη».
Διευκρίνισε πάντως ότι η ρήτρα «μη-διάσωσης» στις ευρωπαϊκές συνθήκες δεν ελάμβανε υπόψη το ενδεχόμενο το πρόβλημα μιας χώρας, όπως η Ελλάδα, να οδηγήσει σε αστάθεια την Ευρωζώνη και ως σύνολο.
Η Γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε ακόμη την πεποίθησή της ότι το ευρώ θα παραμείνει ισχυρό, αλλά διευκρίνισε ότι για την ίδια το ερώτημα είναι «πού θα βρίσκεται η Ευρώπη σε δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια, σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο» και τόνισε ότι από προνοητικότητα δεν έχει ως τώρα πει ότι η κρίση τελειώνει, αλλά μόνο ότι έχουμε αφήσει πίσω ένα σημαντικό τμήμα της διαδρομής.
«Υπάρχουν ακόμη πολλά βήματα που πρέπει να κάνουμε, αλλά σε ό,τι αφορά το ευρώ, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι οικονομικοί επενδυτές έχουν αναγνωρίσει ότι τα κράτη-μέλη έχουν ισχυρή πολιτική βούληση να διατηρήσουν το κοινό τους νόμισμα», δήλωσε η Άγκελα Μέρκελ και συνέχισε σημειώνοντας ότι η ευρωπαϊκή πολιτική έχει πλέον καταστεί εσωτερική πολιτική και «είναι σημαντικό ότι έχουμε συνείδηση ότι ανήκουμε σε μια οικογένεια».
Ερωτηθείσα σχετικώς με τη διάσωση των τραπεζών, μετά και το παράδειγμα της Κύπρου, η καγκελάριος προειδοποίησε για μία ακόμη φορά ότι «μια τράπεζα δεν μπορεί να κρατάει στην πραγματικότητα όμηρο μια ολόκληρη κοινωνία και μια οικονομία».