Ήταν στη δεκαετία του ’50 όταν ο Πάνος Αβράμης αποφάσισε να δώσει… χρώμα κι άρωμα στον κάμπο των Γιαννιτσών, φυτεύοντας ανάμεσα στα βαμβάκια και τα σιτάρια -τυπικές καλλιέργειες της περιοχής- τριαντάφυλλα.
Τα χρόνια πέρασαν, οι ρίζες πολλαπλασιάστηκαν, τα τριαντάφυλλα πέρασαν από γενιά σε γενιά και, σήμερα, οι «Τριανταφυλλιές Αβράμη» συνεχίζουν μια πετυχημένη επιχειρηματική παράδοση δεκαετιών κι αποδεικνύουν πως, όταν καινοτομείς, μπορείς όχι μόνο να επιβιώσεις αλλά και να ανοίξεις νέους ορίζοντες εν μέσω κρίσης.
«Η επιχείρηση ξεκίνησε από τον πατέρα μας, που ήρθε στα Γιαννιτσά, από την Αθήνα, τη δεκαετία του ’50, γύρω στα 30 του χρόνια. Είχε τελειώσει τη Γεωπονική Σχολή των Ιωαννίνων και πήρε έναν κλήρο εδώ, 50 στρεμμάτων. Το μεράκι του ήταν αυτό που τον έστρεψε στις τριανταφυλλιές» εξηγούν στο ΑΠΕ – ΜΠΕ οι αδελφοί Άκης και Νίκος Αβράμης, συνεχιστές της επιχείρησης.
Ο Πάνος Αβράμης άρχισε δειλά δειλά να κάνει τα πρώτα του βήματα, στο πλευρό ενός φίλου του που είχε κατάστημα γεωργικών ειδών και καθώς, όπως λέει κι ο θυμόσοφος λαός «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», αποφάσισε να βάλει σε πιο στέρεες επαγγελματικές βάσεις το φυτώριο.
Λάτρης της καινοτομίας, κατάλαβε από νωρίς πως για να πετύχεις πρέπει να ξεχωρίσεις γι’ αυτό και στράφηκε στη διαφήμιση με καταλόγους πρωτοποριακούς για την εποχή κι άρχισε να «ταξιδεύει» τις τριανταφυλλιές του ανά την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τον ΟΣΕ. «Έστελνε τριανταφυλλιές, ατομικά, με τα τρένα, τη δεκαετία του ’70, ενώ από το ΄80 ξεκίνησαν και οι ταχυδρομικές πωλήσεις» τονίζει ο Νίκος Αβράμης.
«Τη δεκαετία του ’70 δεν υπήρχε νάιλον για να κρατήσεις την υγρασία στα φυτά. Γι’ αυτό μαζεύαμε βρύα από τα δέντρα, τα βάζαμε στις ρίζες μέσα και τα ράβαμε με λινάτσα και σακοράφα για να συντηρηθούν τα φυτά και να πάνε στον προορισμό τους με την υγρασία που πρέπει να έχουν» προσθέτει εξηγώντας τις δυσκολίες στην αποστολή, την εποχή εκείνη.
Μετά τα τρένα και τις ταχυδρομικές αποστολές ήρθαν οι εταιρείες κούριερ, μέσω των οποίων η εταιρεία διακινεί έναν σεβαστό, όπως εξηγούν οι Άκης και Νίκος Αβράμης, αριθμό τριανταφυλλιών (και λιανικώς).
«Από εκεί και πέρα υπάρχει το κομμάτι της χονδρικής πώλησης (σε φυτώρια, κηποτέχνες κ.ά.). Εξελίχθηκε η καλλιέργεια, μεγάλωσε και ξεκινήσαμε να πουλάμε κι εκτός της Ελλάδας, αρχικά στην Κύπρο και την Ιταλία, όπου ακόμη έχουμε μόνιμους πελάτες. Τώρα έχουμε ανοιχτεί και σε άλλες χώρες. Κάνουμε εξαγωγές παντού – στη Γερμανία, την Ολλανδία και αλλού, ενώ πρόσφατα στείλαμε τριανταφυλλιές στον Λίβανο και το Κατάρ» σημειώνουν τα δύο αδέλφια.
Τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, με την κρίση, που «έκοψε» τη ζήτηση στην ελληνική αγορά, η εταιρεία αναζήτησε διέξοδο στην Τουρκία. «Προσπαθήσαμε να αναπληρώσουμε το κενό με την Τουρκία και βρήκαμε ανταπόκριση, βρήκαμε διεξόδους γιατί έχουμε καλά φυτά.
Επίσης, η Τουρκία δεν είναι απαιτητική αγορά για τα δικά μας δεδομένα καθώς δεν υπάρχει η απαραίτητη γνώση όπως σε κάποιες άλλες χώρες, όπως η Ιταλία που θα σου ζητήσει ο πελάτης συγκεκριμένες ποικιλίες, χαρακτηριστικά απόδοσης κ.λπ.» αναφέρουν, επισημαίνοντας και κάποια τελωνειακής φύσης προσκόμματα σε σχέση με τις εξαγωγές στη γείτονα.
Όσο για το αν το τριαντάφυλλο έχει μέλλον, τα δύο αδέλφια απαντούν: «Το φυτό της τριανταφυλλιάς είχε και πάντα θα έχει στην αγορά θέση. Το ζήτημα είναι ποια θα είναι η δική μας θέση σε αυτήν».
Άρωμα, μέγεθος, αντοχή
Η αγορά του τριαντάφυλλου, σύμφωνα με τα δύο αδέλφια, χαρακτηρίζεται από τρεις λέξεις: άρωμα, μέγεθος και αντοχή. Το χρώμα, όπως λέει ο γεωπόνος Άκης Αβράμης, είναι «προσωπική υπόθεση».
«Ο Έλληνας προτιμάει τα μεγάλα,αρωματικά τριαντάφυλλα και από αυτά τα πιο πολλά είναι κόκκινα. Πολλοί θα πάρουν κι ένα μοβ αλλά το σίγουρο είναι όλοι θα πάρουν κι ένα κόκκινο» εξηγεί.
Η ζήτηση κι η μόδα είναι δύο βασικοί παράγοντες καθορισμού της επιλογής των ποικιλιών τριανταφυλλιάς, οι οποίες, στο σύνολό τους παγκοσμίως είναι χιλιάδες και πολλές δεν είναι καν καταγεγραμμένες.
«Από εκεί και πέρα διαλέγουμε τα χαρακτηριστικά που κάνουν το φυτό να είναι εμπορικό, να το αγαπήσει ο κόσμος και να θέλει να το αγοράσει» συμπληρώνει.
Οι τριανταφυλλιές θέλουν ήλιο, αλλά όχι υπερβολική ζέστη – και σε καμία περίπτωση καύσωνα (όχι πάνω από 32 βαθμούς) – και τα λουλούδια της είναι πιο ωραία την άνοιξη, που όλα τα φυτά «νιώθουν» ούτως ή άλλως διαφορετικά, αλλά και το φθινόπωρο (μέχρι και το Νοέμβριο).
Το φυτώριο σε αριθμούς
– πάνω από 250 στρέμματα καλλιέργειας,
– 500-600.000 φυτά τον χρόνο,
– πάνω από 300 ποικιλίες (σ.σ. ο πατέρας τους ξεκίνησε με περίπου το 1/3), μεταξύ των οποίων πολλές δικές τους, όπως η «Mon ami Thomas», που πήρε το όνομά της από τον καλό φίλο των αδελφών Αβράμη Θωμά Λίγα, γνωστό οινοποιό.