Στην ανάγκη τόνωσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και πάταξης της φοροδιαφυγής προκειμένου οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές να λειτουργήσουν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας αναφέρονται οι αναλυτές της Eurobank.
Σημειώνεται ότι ως δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ορίζεται η μεταβολή του ΑΕΠ ως αποτέλεσμα μιας μοναδιαίας μεταβολής των εσόδων ή των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης.
Σε έκθεση που δημοσιοποίησαν σήμερα Πέμπτη οι κ.κ. Πλάτωνας Μονοκρούσος και Δημήτρης Θωμάκος περιγράφεται το πώς το εκτιμώμενο μέγεθος και το πρόσημο του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή μπορεί να μεταβάλλεται με το πέρας του χρόνου σε συνάρτηση με την εξέλιξη των γενικότερων μακροοικονομικών συνθηκών.
Η μελέτη της Eurobank αναδεικνύει μια σειρά νέων στοιχείων με βαρύνουσα σημασία για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην χώρα μας.
Ειδικότερα:
– Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε ένα ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής – π.χ. μέσω περικοπής του μισθολογικού κόστους, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή/και της δαπάνης για την αγορά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών – αυξάνεται με το μέγεθος της συνολικής δημοσιονομικής σύσφιξης και είναι μεγαλύτερη όταν η τελευταία λαμβάνει χώρα σε περίοδο ύφεσης (δηλ. συρρίκνωσης του ΑΕΠ της χώρας).
– Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε ένα ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από το μείγμα και την διάρθρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι σημαντικά υψηλότερη όταν η τελευταία στοχεύει στην περικοπή των δημοσίων δαπανών αντί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Ενδεικτικά, η δυνητική συσταλτική επίπτωση μιας προσαρμογής που στοχεύει σε βελτίωση της πρωτογενούς θέσης της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 3% εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σωρευτικά σε 1,89 ευρώ σε βάθος τριετίας (για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν αυτή αναμένεται να προέλθει αποκλειστικά από τη μείωση των πρωτογενών δαπανών.
Παρόλα αυτά, η εκτιμώμενη συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χωράς εκτιμάται ότι μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη (περίπου 0.5 ευρώ σωρευτικά σε βάθος τριετίας για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν η προσαρμογή αυτή στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
«Το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν αποτελεί άμεση προτροπή για περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίοι παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Αντί αυτού, αποτελεί ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης πολιτικής στο μέτωπο της αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα της χώρας», τονίζεται στην έκθεση.
Τέλος, οι κ.κ. Μονοκρούσος και Θωμάκος σημειώνουν ακόμη πως οι εκτιμώμενοι πολλαπλασιαστές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλοί, κυρίως όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση βαθιάς ύφεσης. Όπως υποστηρίζουν, κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η θετική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας λόγω αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα μπορούσε να ανέλθει σωρευτικά σε βάθος τριετίας σε 2,91 με 3,99 ευρώ για κάθε ένα ευρώ αύξησης της πραγματικής δαπάνης για δημόσιες επενδύσεις.
«Τα ανωτέρω αποτελούν ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικής αύξησης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων στην τρέχουσα συγκυρία μέσω π.χ. της ταχύτερης απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων από τα διαθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. και άλλων δράσεων», σημειώνουν χαρακτηριστικά.