Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο στο μέλι είναι διαχρονικά αρνητικό, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, για τα έτη 2010, 2011 και 11μηνο του 2012, όπως αναφέρει έγγραφο της πρεσβείας μας από το Γραφείο Ο.Ε.Υ. Βαρσοβίας, στην Πολωνία.
Το 2010 το έλλειμμα έφθασε στους 1173,3 τόνους, το 2011 έφθασε στους 1383,5 τόνους και την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2012 έφθασε στους 974 τόνους ενώ για τις ποσότητες των εξαγωγών και εισαγωγών του 2012, και ειδικότερα όσον αφορά στις χώρες προς και από τις οποίες έχουμε και εξαγωγές και εισαγωγές, προκύπτει ότι αρνητικό ισοζύγιο παρουσιάζεται με τις : Ισπανία (-412,8 τόνους), Ολλανδία (-84,6 τόνους) και Βέλγιο (-44,9 τόνους).
Ισοσκελισμένο ισοζύγιο έχουμε με τις: Ελβετία και Πολωνία και θετικό ισοζύγιο έχουμε με τις: Γερμανία (+218,3 τόνους), Καναδά (+93,1 τόνους), Γαλλία (+20,9 τόνους), Ην.Βασίλειο (+74,7 τόνους) και ΗΠΑ (+38,5 τόνους).
Εξαγωγές
Κατά το 2010-2011 οι εξαγόμενες ποσότητες ελληνικού μελιού έφθασαν στους 780 και 836 τόνους αντίστοιχα. Σημαντική όμως άνοδο παρουσίασαν κατά το 2012 καθώς ήδη κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου οι εξαγόμενες ποσότητες έχουν υπερβεί τους 1.135 τόνους (αύξηση έναντι του 2011 κατά 45%).
Όσον αφορά στις χώρες προορισμού, η κύρια διαχρονικά ομάδα έξι χωρών προς την οποία κατευθύνεται άνω του 80% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, αποτελείται από τις : Γερμανία, Κύπρο, Καναδά, Γαλλία, Ην.Βασίλειο και ΗΠΑ.
Από τις υπόλοιπες σημαντική αύξηση παρουσιάζεται σε Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Ρωσία και Σλοβενία, σε Βέλγιο, Λίβανο, Σ.Αραβία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Σουηδία και Νορβηγία δεν παρουσιάζονται σημαντικές αυξομειώσεις, ενώ σε Ολλανδία, Ελβετία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία παρουσιάζεται σημαντική μείωση.
Εισαγωγές
Κατά το 2010-2011 οι εισαγόμενες ποσότητες ελληνικού μελιού έφθασαν στους 2.000 και 2.166 τόνους αντίστοιχα. Κατά το 2012, καθώς ήδη κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου οι εισαγόμενες ποσότητες έχουν υπερβεί τους 2.110 τόνους, εκτιμάται ότι οι συνολικές μας εισαγωγές θα υπερβούν τους 2.200 τόνους.
Όσον αφορά στις χώρες προέλευσης, η κύρια διαχρονικά ομάδα τριών χωρών που καλύπτει ποσοστό άνω του 83% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών, αποτελείται από τις: Βουλγαρία, Ισπανία και Γερμανία.
Από τις υπόλοιπες αναφερόμενες στον παρακάτω πίνακα χώρες, σε: Βέλγιο, Γαλλία, Ουγγαρία, ΗΠΑ, Πορτογαλία παρουσιάζεται αύξηση εισαγωγών, σε: Ολλανδία, Ελβετία, Πολωνία δεν παρουσιάζονται σημαντικές αυξομειώσεις στην προαναφερόμενη τριετία, ενώ σε : Ιταλία, Καναδά και Ην.Βασίλειο παρουσιάζεται μείωση των εισαγωγών.
«Καθώς το ελληνικό μέλι διαθέτει εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι του ανταγωνισμού, εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να υπάρξει συνεχής και μακροχρόνια διαφημιστική υποστήριξη του σε συγκεκριμένες χώρες/περιοχές-στόχους, τότε πέραν των εξαιρετικών προσπαθειών που καταβάλουν οι ελληνικές εταιρείες για την εξαγωγή του, θεωρούμε ότι η συγκέντρωση μεγαλυτέρων ποσοτήτων εξαγωγής από Εταιρεία/Συνεταιρισμό Εταιρειών/Φορέα, η δημιουργία ιστοτόπου αντίστοιχου των ανταγωνιστριών χωρών και στοχευμένες δράσεις σε χώρες στόχους θα μπορούσαν να μας παρέχουν σημαντικό πλεονέκτημα» όπως σημειώνεται στο έγγραφο της πρεσβείας μας που υπογράφει ο Προϊστάμενος, Σύμβουλος ΟΕΥ Α’ , κ. Παντελής Γιαννούλης.
Στοιχεία Ελληνικής παραγωγής μελιού
Η Ελλάδα είναι μία κατεξοχήν μελισσοκομική χώρα με παράδοση χιλιάδων ετών στη μελισσοκομία, που οφείλεται αφενός μεν στις άριστες περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, αφετέρου δε στην εξαιρετική και πολυποίκιλη μελισσοκομική χλωρίδα της χώρας.
Συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού μελιού, σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, μεταξύ άλλων, αναφέρονται:
1) ο μεγάλος αριθμός και η πλούσια ποικιλία γυρεόκοκκων που περιέχει
2) οι άριστες οργανοληπτικές του ιδιότητες που οφείλονται κυρίως στην πλούσια άγρια βλάστηση
3) οι έλληνες μελισσοκόμοι δεν χρησιμοποιούν τις μέλισσές τους με σκοπό την επίπονη γονιμοποίηση τεράστιων μονοκαλλιεργειών για βιομηχανική εκτροφή, αλλά μεταφέρουν τις κυψέλες τους από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το τι ανθίζει εκεί και πότε
Η μελισσοκομία είναι διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στις περιοχές της Χαλκιδικής (υπολογίζεται ότι καλύπτει το 1/5 περίπου της ελληνικής παραγωγής), Καβάλας, Θάσου, Φθιώτιδας, Εύβοιας, νησιών του Αιγαίου, Αττικής, Αρκαδίας, Ηρακλείου και Χανίων.
Με βάση τον Κοινοτικό κατάλογο με τον υφιστάμενο αριθμό μελισσοσμηνών-κυψελών, σε σύνολο 13.985.091 κυψελών που διαθέτουν και τα 27 κράτη-μέλη, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με 1.502.239 κυψέλες (ποσοστό 10,7% του συνόλου) και παράγει κατά μέσο όρο περίπου 12-14.000 τόνους μέλι ετησίως.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες ελληνικού μελιού προέρχονται από το πεύκο (περίπου 55-60% συνολικής παραγωγής), ενώ σημαντική είναι και η παραγωγή μελιού από θυμάρι (15%) καθώς και μελιού ελάτης (5-10%).
Παράλληλα και σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ», η μελισσοκομία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής για τη χώρα μας. Στον κλάδο απασχολούνται περί τους 23.000 μελισσοκόμους, ενώ περίπου 5.000 από αυτούς κατέχουν περισσότερες από 150 κυψέλες και θεωρούνται ως επαγγελματίες μελισσοκόμοι.
Γενικότερα, η μελισσοκομία, είτε ως αποκλειστική είτε ως δεύτερη απασχόληση, είναι ένας κλάδος της αγροτικής οικονομίας που συμβάλλει σημαντικά στο εισόδημα των γεωργικών και μη οικογενειών.
Τέλος σημειώνεται ότι υπάρχει και ελληνικό μέλι ΠΟΠ (από το 1996), αυτό της Ελάτης Μαινάλου που χαρακτηρίζεται από τη γεύση, το άρωμα του (θυμίζει καραμέλα ή βανίλια) και την μικρή συγκέντρωσή του σε σάκχαρα.