Για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ιδιωτική ασφάλιση στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και στην κοινωνική ευημερία, αναφέρθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε ασφαλιστικό συνέδριο.
Ο ρόλος αυτός, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος δεν είναι διόλου αμελητέος, υπάρχει λόγος και χώρος για να αναπτυχθεί. Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να συμβάλλει σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία μέσω της αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων. Η ενίσχυση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2018, όπου σημειώθηκε ρυθμός ανόδου 1,9% έναντι 1,5% το 2017, στηρίχθηκε στην αύξηση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Συνεπώς, εστιάζοντας στον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης, η παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών, λειτουργώντας συμπληρωματικά της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να αναδείξει τα πλεονεκτήματα των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων: μέσω της αποταμίευσης και της παραγωγικής αξιοποίησής της, μπορεί να δημιουργηθεί μεγάλος όγκος αποθεματικών, παρέχοντας πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, επισήμανε μεταξύ άλλων
Οι πρόσφατες εξελίξεις αναδεικνύουν αρκετές θετικές πτυχές της ανάπτυξης και λειτουργίας του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης. Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει πλέον καλύψει την απόσταση που τη χώριζε μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας από τις υπόλοιπες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόσθεσε επίσης, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Επισήμανε ότι πλέον δεν υπάρχουν οι δυσανάλογοι κίνδυνοι που συνεπάγονταν τα νοσοκομειακά προγράμματα με τις ισόβιες και απεριόριστες καλύψεις, ακόμη και με μηδενική δυνατότητα αύξησης των ασφαλίστρων. Σήμερα, τα περισσότερα νοσοκομειακά προγράμματα είναι ετήσια, με λελογισμένους περιορισμούς και απαλλαγές στις καλύψεις.
Πλέον δεν υπάρχουν οι εγγυημένες αποδόσεις του ανορθολογικού -ακόμα και για την εποχή εκείνη- 5 και 6%, στις παραδοσιακές ασφαλίσεις ζωής. Τα εγγυημένα επιτόκια αντανακλούν τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες στις αγορές, και σήμερα κυμαίνονται γύρω στο 2%. Πλέον ανήκει στο παρελθόν η νομοθεσία που περιόριζε τα περιθώρια και τον βαθμό ευελιξίας, ώστε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση να αντιμετωπίζεται εποπτικά ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές της. Σήμερα, εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας, και η ελληνική αγορά εποπτεύεται και λειτουργεί με κανόνες που ισχύουν εξίσου σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προσδιορίζονται στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ, ανέφερε επίσης.
Σήμερα οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν στη διάθεσή τους περισσότερη ελευθερία για ευέλικτη επιχειρηματική δράση, που εξασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια στους πελάτες τους, και η Τράπεζα της Ελλάδος περισσότερα εργαλεία για να ασκεί την προληπτική εποπτεία και να συμβάλλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ανέφερε ο διοικητης της ΤτΕ.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο κ. Στουρνάρας ανέφερε μεταξύ άλλων ότι τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά. Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα. Να αναφέρω ενδεικτικά ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης, ο οποίος εκφράζει τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών ως προς τον αριθμό των ατόμων σε παραγωγική ηλικία είναι σήμερα, 2 προς 6, ενώ η ίδια αναλογία αναμένεται να επιδεινωθεί σε 2 προς 5 το 2070. Η συμβολή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του ασφαλιστικού συστήματος στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών υπήρξε καθοριστική και επιβεβαιώνεται στην πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη , σύμφωνα με την οποία η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ).
Εντούτοις, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το συνταξιοδοτικό όμως μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και της επάρκειας των συντάξεων για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου, πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα. Σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, η αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης, αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων και δημιουργείται ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ παράλληλα μετριάζονται οι κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αμβλυνθούν και οι στρεβλώσεις του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. οι υψηλές εισφορές) που δρουν ως αντικίνητρα στην αύξηση της απασχόλησης, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς εργασίας, είπε ο διοικητής της ΤτΕ και στον τομέα της υγείας.
Το σημείο εκκίνησης του προβληματισμού για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας είναι ο βαθμός που το σύστημα υγείας καθορίζει την απόσταση μεταξύ του επιθυμητού και του αναγκαίου, με ηθικά και πολιτικά κριτήρια, βάσει ιατρικών επιχειρημάτων. Για παράδειγμα, η κοινωνική ηθική είναι αυτή που καθορίζει τον επιθυμητό βαθμό ισορροπίας μεταξύ κοινωνικής αλληλεγγύης και προσωπικής αυτονομίας, στο βαθμό που η παροχή υπηρεσιών υγείας είναι δημόσια ή ιδιωτική. Τέλος, μια κοινωνικού τύπου ηθική είναι, επίσης, αυτή που καθορίζει το βαθμό της οικογενειακής στήριξης και φροντίδας ενός ασθενή.
Για τον σχεδιασμό ενός οποιουδήποτε συστήματος υγείας, είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τους στόχους του. Αυτό γίνεται καθορίζοντας τρεις βασικές παραμέτρους: το κόστος, την ποιότητα και την προσβασιμότητα. Οι εν λόγω παράμετροι καθορίζουν ένα τρίπτυχο το οποίο θα πρέπει να έλθει σε ισορροπία, αν θέλουμε η χαρασσόμενη πολιτική να είναι βιώσιμη και όχι ευκαιριακή. Περαιτέρω, αφού έχουμε καθορίσει τους στόχους του συστήματος υγείας και συνεχίζοντας το σχεδιασμό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, για να είναι υγιές και το ίδιο το σχεδιαζόμενο σύστημα υγείας, πρέπει να επιτελεί 4 βασικές λειτουργίες. Η πρώτη είναι η παροχή αυτών που έχει σχεδιαστεί να παρέχει: των υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη είναι η ικανότητα να δημιουργεί το ίδιο τους πόρους του, μέσω της συνεχούς επένδυσης σε νέες τεχνολογίες και εκπαίδευσης του προσωπικού. Τρίτη είναι η χρηματοδότηση, στο βαθμό που οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται, να συσσωρεύονται και εν τέλει να χρησιμοποιούνται για την αγορά υπηρεσιών και αγαθών. Τέλος, τέταρτη λειτουργία είναι η εποπτεία, η οποία συνεπάγεται ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του.
Ενώ η τέταρτη λειτουργία αναλαμβάνεται από το κράτος, οι πρώτες τρεις δεν είναι υποχρεωτικό να αναλαμβάνονται εξολοκλήρου από το κράτος, αλλά μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες. Είναι διαπιστωμένο ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν θα έχουν εσαεί τη δυνατότητα να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες προς όλους. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας θα βαίνει αυξανόμενη, επιτελώντας μία ή και περισσότερες από τις 3 πρώτες βασικές λειτουργίες. Αν η προτεραιότητα του κράτους είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας προς όλους τους πολίτες, τότε δεν μπορεί να τους παρέχει όλες τις υπηρεσίες υγείας.
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να αναπτύξουμε ένα σύστημα υγείας με εμφανώς καθορισμένους στόχους, στο πλαίσιο του τρίπτυχου «κόστος-ποιότητα-προσβασιμότητα». Ούτε έχουμε κατορθώσει σε ικανοποιητικό βαθμό να αποφασίσουμε το ρόλο των ιδιωτών στην επιτέλεση των τριών πρώτων βασικών λειτουργιών.
Μια πρώτη προσέγγιση θα ήταν να γίνει διάκριση μεταξύ των «αναγκών» και των «επιθυμιών». Όσον αφορά τις ανάγκες, μπορεί να επιδιωχθεί η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες από το κράτος. Όσον αφορά τις επιθυμίες, αυτές μπορεί να αφορούν υπηρεσίες -ιατρικές και μη-, οι οποίες, παρότι θεωρούνται σημαντικές από τους ασθενείς, έχουν έμμεση συμβολή στην υγεία του πληθυσμού. Αυτή ακριβώς είναι η συνιστώσα του συστήματος υγείας, όπου η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να ενταχθεί για να προσφέρει διεξόδους προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας.
Ο σχεδιασμός ενός συστήματος υγείας απαιτεί την επιλογή τού αν αυτό θα έχει δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα ή συνδυασμό των δύο, ιδίως όσον αφορά στη χρηματοδότηση. Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού, δημόσιου, καθολικού, συστήματος υγείας που να καλύπτει τις «ανάγκες» του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των «επιθυμιών» του σε μια κατάλληλα εποπτευόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Αν επιτύχουμε τη συναίνεση -κατ’ αρχήν εννοιολογικά- σε ένα σύστημα υγείας δύο βαθμίδων, είναι βέβαιο ότι στη συνέχεια θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε και στη διαφοροποίηση μεταξύ «αναγκών» και «επιθυμιών».
Είναι αυτονόητο ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το σύστημα χρειάζεται να συμπληρωθεί με ένα νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να εξαλειφθεί οτιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει την ομαλή λειτουργία του. Αυτό πρέπει να γίνει με περίσκεψη και με τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία, είπε ο Διοικητης της ΤτΕ.