Ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, προσήλθε σήμερα στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής και εξέθεσε τις θέσεις και τις απόψεις της ΚΕΕΕ, σχετικά με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών «Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος, ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις».

Αναλυτικότερα, όπως τόνισε ο κ. Μίχαλος:

«Η φορολογία είναι ένα πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η ικανότητα του κράτους να διασφαλίσει κανόνες ισονομίας, δικαιοσύνης και ισότιμης συνεισφοράς στα δημόσια οικονομικά. Δοκιμάζεται επίσης, η ικανότητα του κράτους να ενθαρρύνει την παραγωγή εθνικού πλούτου. Να στηρίξει την ανάπτυξη και να αξιοποιήσει τους καρπούς της προς όφελος της κοινωνίας.

Και οι δύο αυτές λειτουργίες αποτελούν σήμερα ύψιστης σημασίας ζητούμενα για τη χώρα μας και για την προσπάθεια εξόδου από την κρίση.

Σε μια εποχή όπου οι πολίτες αισθάνονται απογοήτευση και οργή για τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου, η Πολιτεία οφείλει να παρουσιάσει ένα φορολογικό σύστημα το οποίο θα είναι πραγματικά δίκαιο, λειτουργικό και αποτελεσματικό. Θα στηρίζεται στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και όχι στην εξόντωση των συνεπών φορολογούμενων πολιτών και επιχειρήσεων.

Σε μια εποχή όπου η χώρα χρειάζεται άμεσα νέες επενδύσεις και θέσεις εργασίας, η Πολιτεία οφείλει να παρέχει ένα βιώσιμο, σταθερό και ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις. Με ανταγωνιστικούς συντελεστές, με μικρό διαχειριστικό κόστος και με συγκεκριμένα κίνητρα για την προσέλκυση κεφαλαίων σε τομείς και κλάδους στρατηγικής σημασίας.

Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, παρά το γεγονός ότι περιέχει και θετικές ρυθμίσεις, απέχει αρκετά από αυτές τις προδιαγραφές.

Ειδικότερα:

– Συμφωνούμε επί της αρχής με την πρόθεση για μείωση της συνολικής φορολογίας για τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και ειδικότερα με τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, από 25% σε 10%.

– Διαφωνούμε, ωστόσο, με την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των αδιενέμητων κερδών σε 26%, από 20% που είναι σήμερα. Η ρύθμιση αυτή καθιστά το μέτρο αντιαναπτυξιακό στο σύνολό του. Γιατί καταλήγει ουσιαστικά να επιβαρύνει – αντί να ενθαρρύνει – τις επιχειρήσεις που επανεπενδύουν τα κέρδη τους, παρέχοντας ρευστότητα στην οικονομία.

Οφείλουμε, επίσης, να εκφράσουμε την κάθετη αντίθεσή μας σε μια σειρά από ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα:

– Διαφωνούμε με τις αυξήσεις της φορολογίας σε Ο.Ε., Ε.Ε., ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Αυξήσεις οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν το 30% φθάνοντας ακόμη και πάνω από το 60%.

– Ειδικότερα η φορολόγηση των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών και των ατομικών επιχειρήσεων από το πρώτο ευρώ – μετά και από την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 5.000 ευρώ – με δύο συντελεστές 26% για εισοδήματα μέχρι 50.000 ευρώ και 33% για εισοδήματα άνω του ορίου των 50.000 ευρώ, πιστεύουμε ότι θα επιδεινώσει την κατάσταση αδιεξόδου στην οποία έχει περιέλθει η πλειονότητα των επιχειρηματιών, χωρίς όμως να αποφέρει παράλληλα και επιπλέον φόρους στα δημόσια ταμεία.

– Εξίσου λανθασμένη επιλογή αποτελεί η σχεδιαζόμενη επιβολή υψηλού συντελεστή φορολόγησης, της τάξης του 20%, στη μεταβίβαση μετοχών ανωνύμων μη εισηγμένων εταιρειών, που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα. Μια τέτοια φορολογική επιβάρυνση θα θέσει μεγάλα εμπόδια στην επένδυση νέων κεφαλαίων και στην είσοδο νέων επιχειρηματιών στην αγορά.

Επιπλέον, θα αφαιρέσει από τον Έλληνα επιχειρηματία την τελευταία λύση που του έχει απομείνει για τη χρηματοδότηση και την επιβίωση της επιχείρησής του, απέναντι στην ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας.

– Διαφωνούμε με τη δημοσίευση όλων των φορολογικών στοιχείων των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών δεν αποτελεί λύση για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Θεωρούμε ότι η δημόσια διαπόμπευση επιχειρηματιών, ακόμη και για μικρές οφειλές, δεν είναι λύση για να καλυφθεί η ανικανότητα των εισπρακτικών μηχανισμών του κράτους.

Ως εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας, αλλά και θεσμοθετημένοι σύμβουλοι της Πολιτείας, έχουμε καταθέσει επανειλημμένα τις προτάσεις μας για ένα σύγχρονο, δίκαιο και λειτουργικό φορολογικό σύστημα. Πρόκειται για προτάσεις οι οποίες ανταποκρίνονται στις άμεσες αλλά και στις μελλοντικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

– Πρώτη είναι η καθιέρωση ενιαίου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις, που δεν θα ξεπερνά το 20%, ώστε να είναι στοιχειωδώς ανταγωνιστικός σε σύγκριση με γειτονικές χώρες.

Επίσης, ζητούμε:

– Μείωση της προκαταβολής φόρου κερδών σε 50% από 80% που είναι σήμερα, σε μια περίοδο ασφυκτικά περιορισμένης ρευστότητας για τις επιχειρήσεις.

– Μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, με στόχο την τόνωση της ζήτησης και την ανάκαμψη της ψυχολογίας στην αγορά.

– Διατήρηση στο 5% της φορολογίας που αφορά τη μεταβίβαση επιχειρήσεων σε τρίτους, υπαλλήλους και συγγενείς.

– Άρση των φορολογικών αντικινήτρων για την ανέγερση και αγορά κατοικίας, καθώς και για τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται για επαγγελματικές ή βιοτεχνικές δραστηριότητες.

– Παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε δυναμικούς κλάδους, όπως η ενέργεια, οι εξαγωγές και ο τουρισμός.

– Απαλλαγή της φορολόγησης μέρους των κερδών, σε ποσοστό 40%, για επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 2 εκατ. ευρώ, όταν τα κέρδη αυτά χρησιμοποιούνται για αγορά μηχανολογικού και τεχνολογικού εξοπλισμού. Θέσπιση ισοδύναμης ρήτρας για μείωση του φορολογικού συντελεστή στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό πάντα με την υποχρέωση για επένδυση.

– Θέσπιση ρύθμισης που θα δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να σχηματίζουν ένα ειδικό αποθεματικό επενδύσεων τριετίας, το οποίο θα αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 80% των αδιανέμητων κερδών προ φόρων. Το αποθεματικό αυτό θα φορολογείται κατά το σχηματισμό του με συντελεστή 5% και μετά την πραγματοποίηση των επενδύσεων θα κεφαλαιοποιείται, χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση. Εάν στο τέλος της τριετίας η εταιρεία δηλώνει ακάλυπτο ποσό αποθεματικού, αυτό θα φορολογείται με συντελεστή 15%.

Εάν η μη πραγματοποίηση των επενδύσεων εντός τριετίας δεν δηλωθεί από την ίδια την εταιρεία και διαπιστωθεί μέσω ελέγχου, το ακάλυπτο ποσό θα φορολογείται με συντελεστή 30%.

Όσον αφορά τα θέματα φορολογικής νομοθεσίας και ελέγχου, οι προτάσεις μας είναι:

– Δημιουργία Κώδικα Φορολογικών Υποχρεώσεων – Ελέγχου και Κυρώσεων, ώστε να συγκεντρωθούν σε ενιαίο κείμενο μια σειρά από διατάξεις που βρίσκονται σήμερα διάσπαρτες σε διάφορους νόμους.

– Επιτάχυνση της σχεδιαζόμενης κατάργησης του αναχρονιστικού Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Οι διαδικασίες που αφορούν την τήρηση βιβλίων, την έκδοση και την υποβολή στοιχείων προς διασταύρωση, θα πρέπει να προσαρμοστούν στα σημερινά δεδομένα και να ενσωματωθούν στον Κώδικα Φορολογικών Υποχρεώσεων – Ελέγχου και Κυρώσεων.

– Δημιουργία Σώματος Φορολογικών Ελεγκτών, στο οποίο θα προΐσταται κοινής αποδοχής τεχνοκράτης, με ρόλο Ειδικού Γραμματέα.

– Αναπροσδιορισμό και την αποσαφήνιση των διατάξεων για τα πλαστά – εικονικά φορολογικά στοιχεία.

– Καθορισμό ειδικού, προαιρετικού, αντικειμενικού και αδιάβλητου τρόπου αυτοελέγχου των μικρών επιχειρήσεων, με συνοπτικές διαδικασίες. Η διαδικασία αυτή θα αντικαταστήσει την αυτοπεραίωση του Ν. 3296/2004.

– Κατάθεση πρότασης της Ελλάδας προς τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την έκδοση οδηγίας η οποία θα προβλέπει την υποχρέωση γνωστοποίησης των πραγματικών ιδιοκτητών των offshore εταιρειών στις φορολογικές αρχές των κρατών – μελών, εφόσον αυτές συνεργάζονται με εταιρείες που έχουν την έδρα τους σε κράτη – μέλη της Ε.Ε.
Όλες αυτές οι προτάσεις δεν απηχούν μόνο τα αιτήματα των μελών μας. Ανταποκρίνονται στην ανάγκη της χώρας για μια ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση. Ανταποκρίνονται στο ευρύτερο αίτημα πολιτών και επιχειρήσεων, για ένα πραγματικά δίκαιο, σταθερό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα.

Οι επιχειρήσεις συνεισφέρουν και θα συνεισφέρουν ακόμη περισσότερο στα δημόσια έσοδα, αν καταφέρουν να παραμείνουν στη ζωή και όχι με το να βάλουν λουκέτο. Τα δημόσια έσοδα θα ωφεληθούν αν κινητοποιηθούν νέες επενδύσεις, αν δημιουργηθούν νέες εργασίας. Και όχι αν οδηγηθούν στη μετανάστευση ακόμα και οι υφιστάμενες επιχειρήσεις.

Για να κερδίσει το στοίχημα της ανάκαμψης, για να μπορέσει να αποκαταστήσει σταδιακά το επίπεδο ζωής των πολιτών της, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να στηριχθεί στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα.

Κράτος και αγορά οφείλουν να λειτουργήσουν ως σύμμαχοι προς αυτή την κατεύθυνση. Και η διαμόρφωση ενός γόνιμου φορολογικού πλαισίου θα αποτελέσει ένα κρίσιμο βήμα. Καλούμε την Κυβέρνηση και τα μέλη του Κοινοβουλίου να μην αφήσουν να χαθεί άλλη μια σημαντική ευκαιρία».