Να αναφέρουν περιπτώσεις ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας ακόμη και όταν υπάρχει απλή ή γενική υπόνοια ή η υποψία τέλεσης αξιόποινων πράξεων (π.χ. φοροδιαφυγή, απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), και όχι κατ’ ανάγκη η αποδεδειγμένη πραγματοποίηση τους είναι υποχρεωμένοι οι ορκωτοί ελεγκτές, λογιστές, φοροτεχνικοί, οι τράπεζες, οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι κ.α..
Το υπουργείο Οικονομικών παρέσχε νέες οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.3691/2008 που αφορά στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, τροποποίησε την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1067/5-4-2011 όσον αφορά την υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων του ν.3691/2008 για αποστολή αναφορών στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Ειδικότερα, με το ν. 3691/2008 ορίζεται η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων (πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου, ορκωτοί ελεγκτές, λογιστές, φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι, κτηματομεσίτες, οι οίκοι δημοπρασίας, οι ενεχυροδανειστές, οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες σε εταιρείες και εμπιστεύματα) να υποβάλλουν στην Αρχή αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του ΣΔΟΕ που υπάγονται στα βασικά αδικήματα.
Ειδικότερα, τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή τη διενέργεια συναλλαγής με πελάτη τους, όπως, ενδεικτικά, παροχή υπηρεσιών, πώληση αγαθών ή διαμεσολάβηση, εκτιμούν, αντιλαμβάνονται ή διαπιστώνουν ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ’ αυτήν την εγκληματική πράξη.
Επομένως, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων στην Αρχή θα πρέπει να αποτελεί η απλή ή γενική υπόνοια ή η υποψία τέλεσης συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. φοροδιαφυγή, απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), και όχι κατ’ ανάγκη η αποδεδειγμένη πραγματοποίηση αυτής.