Στον κομβικό ρόλο δημιουργίας ενός επιτελικού οργάνου, όπως μιας διυπουργικής επιτροπής, προκειμένου η Ελλάδα να επιταχύνει την πορεία της προς την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, στέκεται η μελέτη του αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, Κώστα Φωτάκη, καθώς και του δρα Αλέξανδρου Σελίμη, ειδικού επιστημονικού συνεργάτη του Τομέα Έρευνας του υπουργείου, η οποία δημοσιεύθηκε ως «κείμενο πολιτικής» από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για την 4η Βιομηχανική Επανάσταση (4ΒΕ) στη χώρα μας.
Επίσης, η έρευνα τονίζει την αναγκαιότητα χάραξης σχετικής πολιτικής και συντονισμού των επιμέρους δράσεων, στο πλαίσιο της συνολικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Το όργανο αυτό θα επικουρείται από μια ευρύτερη δομή συμβουλευτικού χαρακτήρα, ένα εθνικό δίκτυο εκπροσώπων της τεχνικής διανόησης, της ερευνητικής και ακαδημαϊκής κοινότητας, των παραγωγικών φορέων και των κοινωνικών εταίρων.
Προτείνεται η διυπουργική επιτροπή να λαμβάνει τις αναγκαίες πολιτικές αποφάσεις και να παρακολουθεί την υλοποίησή τους ανά τομέα κυβερνητικής πολιτικής. Μεταξύ άλλων, θα εποπτεύει την αξιοποίηση των αποφοίτων υψηλής ειδίκευσης σε τομείς όπως η νανοτεχνολογία, η φωτονική, η βιοτεχνολογία, τα προηγμένα υλικά και η πληροφορική, που επηρεάζουν τεχνολογίες σημαντικές για την 4ΒΕ και όπου η Ελλάδα διαθέτει την απαιτούμενη κρίσιμη μάζα επιστημόνων υψηλής ποιότητας.
Από την άλλη, σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το συμβουλευτικό Εθνικό Δίκτυο θα εξειδικεύει τα νέα δεδομένα, προσαρμόζοντάς τα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, και θα εισηγείται στην αρμόδια επιτροπή τις προτεραιότητες των δράσεων για τη μετάβαση στη 4ΒΕ.
Η μελέτη επισημαίνει ότι η ύπαρξη ενός εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού STEM (Επιστήμης-Τεχνολογίας-Μηχανικής-Μαθηματικών) με αυξημένα προσόντα επιτρέπει την επιτόπια αξιοποίησή του με την ενθάρρυνση της δημιουργίας κέντρων Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D) μεγάλων εταιριών, κατά το πρόσφατο παράδειγμα της Tesla Greece.
Οι κ.κ. Φωτάκης και Σελίμης υπογραμμίζουν ότι «ο ιδιωτικός τομέας οπωσδήποτε απαιτείται να εμπλακεί στις σχετικές συζητήσεις, αλλά το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να προηγείται, καθώς “το μέλλον θα έχει πολλή ακαταστασία”. Σε κάθε περίπτωση, το υπό διαμόρφωση νέο βιομηχανικό πρότυπο αναμένεται εκ των πραγμάτων να οδηγήσει σε κρίση, λόγω της σύγκρουσης παλαιών και νέων αξιών, συμπεριφορών και γνώσεων».
Επισημαίνουν επίσης ότι «σήμερα, μετά την εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα είναι η 20ή οικονομία της Ευρώπης και η 53η παγκοσμίως», όμως «εξακολουθεί να υπολείπεται των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών σε ό,τι αφορά την πρόοδο της ψηφιοποίησης», καθώς «η ένταξη πιο εξελιγμένων τεχνολογιών και ο τομέας των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και των ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα».
Μεταξύ άλλων, το ποσοστό ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένει πολύ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό (1,4%) ειδικών Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας στην ΕΕ (3,7%). Από την άλλη, ο αριθμός πτυχιούχων θετικών επιστημών, τεχνολογίας, μηχανικής και μαθηματικών (STEM) ανά 1.000 άτομα ηλικίας 20-29 ετών (16,2%) είναι εγγύτερα στον μέσο όρο της ΕΕ (19,1%), φέρνοντας τη χώρα μας στη 18η θέση.
Οι δείκτες αυτοί, όπως αναφέρει η μελέτη, «μαρτυρούν την “αποψίλωση” του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού λόγω του brain drain, δεδομένου ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό αποφοίτων STEM (26%)».
Πλεονέκτημα η υψηλή ειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού
Όπως τονίζεται, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας ενόψει της 4ΒΕ είναι το υψηλής ειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η χώρα, οι νέοι επιστήμονες και ερευνητές. Αυτό αποδεικνύεται και από τον μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων και την επιτυχή διεκδίκηση ευρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων από το ερευνητικό και ακαδημαϊκό προσωπικό της χώρας.
Επιπλέον, αυξάνεται το ποσοστό των ελληνικών καινοτόμων επιχειρήσεων, που άγγιξε το 57,7% την περίοδο 2014-2016, σημειώνοντας άνοδο 6,7% σε σχέση με την προηγούμενη τριετία, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), οι δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη έφθασαν το 1,14% του ΑΕΠ και τα 2,03 δισ. ευρώ το 2017.
«Μια τεχνοφοβική προσέγγιση, αποκομμένη από τα νέα υποκείμενα που αναδύονται στον σύγχρονο (μίγμα “πραγματικού” και “ψηφιακού”) κόσμο, δεν μπορεί παρά να τροφοδοτεί ένα αδιέξοδο ρεύμα επιστροφής στο παρελθόν. Τη διέξοδο θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη γνώση των τεχνολογικών εξελίξεων (ως φορέα παραγωγής πλέον των μέσων παραγωγής), έχοντας όμως επίγνωση ότι η τεχνολογία -όπως και η αγορά- δεν γνωρίζει όριο και ηθικούς κανόνες», όπως λένε οι δύο συγγραφείς, που θεωρούν αναγκαία σε επίπεδο πολιτικής τη διαμόρφωση μιας εθνικής προσέγγισης για την 4ΒΕ.
Μια τέτοια προσέγγιση, όπως επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να περιλαμβάνει στοχευμένες πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση ενός εργατικού δυναμικού με «εγγυημένες» (futureproof) δεξιότητες, αλλά και τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου επιχειρήσεων με ισχυρά Τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης που θα στηρίζονται σε καινοτόμες παραγωγικές δυνατότητες.
Επίσης, όπως σημειώνει η μελέτη, είναι αναγκαία η προώθηση κοινωνικών μέτρων για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κάμψης, καθώς και η εντατικοποίηση των δράσεων ανάσχεσης της φυγής Ελλήνων επιστημόνων υψηλής κατάρτισης στο εξωτερικό.