Με μία απ’ευθείας επικοινωνία του μέσω Facebook από το μέγαρο του Βιμινάλε, έδρα του υπουργείου Εσωτερικών, ο αρμόδιος υπουργός και αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι πρόσφατα εξήγγειλε την πρόθεσή του να εντάξει μία τροποποίηση στο διάταγμα για την δημόσια ασφάλεια, που να επιβάλει τον περιορισμό, έως τις 21.00 το βράδυ, της λειτουργίας των καταστημάτων με προϊόντα, ή άλλες υπηρεσίες, που λειτουργούν και διευθύνουν ξένες εθνικές ομάδες.
Το μέτρο έχουν επικρίνει πλείστοι πολιτικοί, φορείς και οργανώσεις, χαρακτηρίζοντάς το «ρατσιστικό» και «φορέα διακρίσεων». Πέραν όμως της ηθικής διάστασης του θέματος, οι περιορισμοί στη λειτουργία των μίνι-μάρκετ και των άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων από αλλοεθνείς πλήττει οικονομικά όχι μόνον τους ιδιοκτήτες τους, αλλά και την γενικότερη οικονομία της Ιταλίας. Ιδίως όταν η αυξανόμενη επιχειρηματικότητα των μεταναστών συμβάλλει τα μέγιστα στην ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας.
Το ίδρυμα Leone Moressa υπολόγισε πως οι επιχειρήσεις που λειτουργούν οι ξένοι μετανάστες συμβάλλουν στη δημιουργία του 6,9% της εθνικής προστιθέμενης αξίας, φθάνοντας τα 102 δισ. ευρώ. Και στη δημιουργία αυτού του πλούτου συμμετέχουν και τα μικρομάγαζα με εθνικά προϊόντα που πολλαπλασιάζονται στις μεγάλες και μικρότερες πόλεις της Ιταλίας, ιδίως στα κεντρικά και βόρεια της χώρας.
Βέβαια, ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης επιμένει στο γεγονός ότι το μέτρο έχει στόχο μόνον όσα καταστήματα μετατρέπονται σε «σημεία συγκέντρωσης ναρκεμπόρων και ταραξιών, και τα οποία σχεδόν στο σύνολό τους διευθύνονται από ξένους πολίτες», υποστηρίζοντας πως απώτερος σκοπός του δεν είναι να βλάψει τις μη ιταλικές επιχειρήσεις. Μολαταύτα, οι ομοσπονδίες των σχετικών κατηγοριών αμέσως έλαβαν αποστάσεις από τις προθέσεις και τα επιχειρήματα του Σαλβίνι.
«Δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται κανόνες που κάνουν διακρίσεις σε ορισμένους επιχειρηματίες εν σχέσει προς άλλους», σχολίασε ο Μάουρο Μπουσόνι, γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας μικρών επιχειρήσεων Confesercenti, εξηγώντας πως «όποιος διατηρεί μία εμπορική επιχείρηση έχει εξίσου δικαιώματα και υποχρεώσεις: το καθήκον να σέβεται τους κανονισμούς και το δικαίωμα της λειτουργίας των καταστημάτων, είτε αυτός είναι Ιταλός, είτε ξένος».
Και από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας για την Προάσπιση του Καταναλωτή και του Φυσικού Περιβάλλοντος Codacons Κάρλο Ριέντσι ζήτησε να μη γίνονται «γενικεύσεις», εξηγώντας πως οι μικρές επιχειρήσεις «είναι χρήσιμες στον καταναλωτή ακόμη και για αγορές της τελευταίας στιγμής», καθώς πολλές από αυτές παραμένουν ανοικτές έως πιο αργά και πωλούν διάφορες κατηγορίες προϊόντων.
Μπαρ, εστιατόρια και καταστήματα τροφίμων με ιδιοκτήτες ξένους και μετανάστες ανοίγουν διαρκώς, για να ανταποκριθούν σε μία όλο και πιο αυξανόμενη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών από τους καταναλωτές.
Η εικόνα είναι ακόμη πιο εμφανής στη Λομβαρδία, με 150.000 ξένους επιχειρηματίες. Ακολουθεί το Λάτιο (82.000) και η Τοσκάνη, η Εμίλια Ρομανια και το Βένετο (πάνω από 60.000).
Εκτός αυτού, ο πόλεμος του Σαλβίνι στα εθνικά καταστήματα καταλήγει να πλήττει τους τομείς που περισσότερο από άλλους ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα των ξένων: το εμπόριο και την εστίαση. Ο επικεφαλής της Λέγκας δικαιολογήθηκε πως το μέτρο στοχεύει στην καταπολέμηση των κακώς κειμένων, αλλά σε κάθε περίπτωση τα βέλη της πολιτικής του στρέφονται αποκλειστικά στα καταστήματα των ξένων.
Ακόμη και ο δήμαρχος του Μιλάνου Μπέπε Σάλα επενέβη στην πολεμική που έχει ξεσπάσει: «Κι εγώ ο ίδιος παλαιώτερα είχα θίξει το ζήτημα του κλεισίματος των εμπορικών καταστημάτων που πωλούν οινοπνευματώδη. Εάν αυτό πρέπει να γίνεται στις 21.00, ή τα μεσάνυχτα, ε! ας το συζητήσουμε. Όμως είμαι πέρα για πέρα αντίθετος στο γεγονός αυτό να ισχύει μόνον για τα μαγαζιά με εθνικά προϊόντα, γιατί αποτελεί μία διάκριση που δεν πρέπει να υπάρχει», τόνισε.
Η συμβολή των μεταναστών επιχειρηματιών στην ιταλική οικονομία όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα και την παραγωγή γίνεται ακόμη περισσότερο κατανοητή εάν την εξετάσουμε στο πλαίσιο της δημογραφικής κατάρρευσης που αντιμετωπίζει η Ιταλία. Ένα φαινόμενο που συνεπάγεται γήρανση του πληθυσμού και μείωση του ποσοστού του ενεργού εργατικά πληθυσμού, κάτι που θα φέρει σε δύσκολη θέση τα δημοσιονομικά της χώρας εντός των προσεχών ετών όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.