Ολοένα περισσότερο έδαφος κερδίζει στις αγορές του εξωτερικού το ελληνικό επώνυμο ένδυμα, μειώνοντας την απόσταση που το χωρίζει από τις ελληνικές εξαγωγές ρούχων private label.
Μέχρι πρόσφατα, τα ρούχα ιδιωτικής ετικέτας (private label), τα οποία ράβονται στην Ελλάδα για λογαριασμό ξένων εταιρειών, κατείχαν σημαντικά υψηλότερο μερίδιο στις ελληνικές εξαγωγές, σε σχέση με τα επώνυμα, αλλά τα τελευταία χρόνια το άνοιγμα της ψαλίδας κλείνει με ταχύ ρυθμό, με αποτέλεσμα τα δύο είδη να έχουν σχεδόν εξισωθεί. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι εξαγωγές private label μειώνονται -αντίθετα αυξάνονται σταθερά- αλλά επειδή οι πωλήσεις επώνυμου ελληνικού ρούχου στο εξωτερικό τρέχουν πιο γρήγορα, όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), Θεόφιλος Ασλανίδης.
Εν έτει 1995, το επώνυμο ένδυμα αντιστοιχούσε μόλις στο 10% των ελληνικών εξαγωγών (σε αξία) και το υπόλοιπο 90% ήταν private label. Το 2005, τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονταν στο 20% και 80% αντίστοιχα. Η εκτίμηση για το 2017 είναι ότι το επώνυμο ρούχο είχε μερίδιο 45% στις εξαγωγές μας και ίσως φέτος τα ποσοστά αυτά να φτάσουν στο 50%-50% επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ.
Κατά τον κ.Ασλανίδη, παρότι οι ελληνικές επιχειρήσεις ενδύματος ξεκίνησαν από νωρίς να διερευνούν το ενδεχόμενο των εξαγωγών επώνυμου ρούχου, ωστόσο ήταν η οικονομική κρίση, που επίσπευσε το άνοιγμά τους στις αγορές του εξωτερικού.
Κι αν το επώνυμο ρούχο made in Greece κερδίζει διαρκώς έδαφος, οι εξαγωγές ιδιωτικής ετικέτας κερδίζουν πλέον τις εταιρείες που ζητούν προϊόντα αναβαθμισμένης ποιότητας. «Αν το επώνυμο ρούχο αναβαθμίζει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας διεθνώς, στο private label μας προτιμούν πλέον εταιρείες που απευθύνονται στο μεσαίο και πάνω τμήμα της αγοράς. Με άλλα λόγια, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας υπάρχουν και φθηνά και ακριβά, κι αν τα φθηνά προέρχονται κυρίως από τις χώρες της Άπω Ανατολής και την Τουρκία, αρκετά από τα ακριβά παράγονται πλέον στην Ελλάδα» σημειώνει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου, θετική ήταν η πορεία των εξαγωγών ελληνικών ενδυμάτων στο πρώτο επτάμηνο (Ιανουάριος – Ιούλιος) του 2018. Συγκεκριμένα, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ενδυμάτων το 1ο επτάμηνο του 2018 ανήλθε σε 377 εκατ. ευρώ, έναντι 355 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017, καταγράφοντας αύξηση 6,1%. Η καλή πορεία του πρώτου επταμήνου αποτελεί συνέχεια του 2017 που ήταν η καλύτερη εξαγωγική χρονιά μετά το 2010.
Η καλή πορεία των εξαγωγών οφείλεται κυρίως στη μεγάλη άνοδο που παρουσιάζουν οι εξαγωγές των υφαντών ενδυμάτων (14,9%). Από τις εξαγωγές των ενδυμάτων, το 84,4% κατευθύνεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 15,6% εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ερωτηθείς πού οφείλεται η μεγάλη άνοδος στα υφαντά, ο κ.Ασλανίδης απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται την τελευταία διετία-τριετία μεγάλη στροφή προς τα συγκεκριμένα ρούχα. Ετσι, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις που έκαναν αποκλειστικά πλεκτά, πλέον φτιάχνουν και υφαντά κι αυτό είναι θετικό, γιατί πλέον η κατάσταση ισορροπεί. Το υφαντό είχε εξαφανιστεί από την Ελλάδα και πλέον το βλέπουμε να ξεπερνά το 50% των εξαγωγών των πλεκτών, ενώ στο παρελθόν ήταν στο ένα πέμπτο λέει.