Η Γαλλία παραβίασε το όριο του 3% για το έλλειμμα στον προϋπολογισμό της εννέα φορές στη δεκαετία που μεσολάβησε από το 2008 έως το 2017: μονάχα την περασμένη χρονιά το αντίστοιχο έλλειμμα του προϋπολογισμού μειώθηκε στο 2,6%. Μάλιστα το 2009, οι Βρυξέλλες έθεσαν σε εφαρμογή τη διαδικασία που προβλέπεται όταν μία χώρα παραβεί τον σχετικό κανονισμό, όμως για το Παρίσι αυτό δεν θεωρήθηκε μεγάλο πρόβλημα. Και πράγματι, όταν η διαδικασία τούτη τέθηκε στο αρχείο- στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού – ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, ανακοίνωσε μεγάλες φορολογικές περικοπές, πάνω από 24 δισεκατομμύρια ευρώ: ένα δημοσιονομικό εγχείρημα που θα χρηματοδοτηθεί μέσω του χρέους και θα αυξήσει το έλλειμμα στο 2,8%. Ένα σοκ που στοχεύει να ενισχύσει την απασχόληση και να δώσει ώθηση στην οικονομία της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, όμως για να φτάσει μέχρι το Μέγαρο των Ηλυσίων, ο Μακρόν είχε υποσχεθεί μειώσεις στη φορολογία, αρχής γενομένης με αυτήν στα ακίνητα. Ο Γάλλος πρόεδρος είχε τάξει επίσης αύξηση μισθού στους δημόσιους υπαλλήλους και περισσότερες δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία. Και κατά το περασμένο έτος δεν συνάντησε προβλήματα όσον αφορά την έγκριση προσθέτων δαπανών εκτός προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανομένης της ανακεφαλαιοποίησης της Areva, του γαλλικού γίγαντα της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, αλλά και για ορισμένες εκτιμήσεις, που κρίνονται υπερβολικά αισιόδοξες, για τα δημόσια έσοδα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ είχε δεσμευτεί στις Βρυξέλλες πως η χώρα του θα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της απέναντι των κανονισμών της ΕΕ και υποσχέθηκε μια σειρά από άμεσες ενέργειες και «σκληρά μέτρα» προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η πορεία και εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως ο Λε Μερ φρόντισε να τονίζει διαρρήδην πως ο βασικός στόχος της κυβέρνησής του είναι «να διατηρηθεί ως προτεραιότητα η εθνική μας κυριαρχία». Όπερ μεθερμηνευόμενον: Το Παρίσι δεν έχει καμία πρόθεση να δεχθεί να του υπαγορεύει η Ευρώπη ποια οικονομική γραμμή θα ακολουθήσει.
Η θέση αυτή της γαλλικής κυβέρνησης έχει σημάνει συναγερμό στο εσωτερικό της ιταλικής κυβέρνησης, με τον Αναπληρωτή Πρωθυπουργό και Υπουργό Εργασίας, επικεφαλής του Κινήματος των Πέντε Αστέρων (Μ5S) Λουΐτζι Ντι Μάιο, να διεκδικεί το δικαίωμα να ακολουθήσει και η Ιταλία πανομοιότυπες πολιτικές: «Εάν η Γαλλία είναι μια κυρίαρχη χώρα, το ίδιο κυρίαρχη είναι και η Ιταλία, και εάν θέλουμε να είμαστε πιο ρεαλιστές, τότε θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πρώτα τους πολίτες και μετά τους αριθμούς», τόνισε ο Ντι Μάιο.
Τον ρόλο του αντηχείου των δηλώσεων του Ντι Μάιο στις Βρυξέλλες ανέλαβε ο ευρωβουλευτής του M5S Μάρκο Βάλι: «Συμμεριζόμαστε το σχέδιο Μακρόν για την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά πώς είναι δυνατόν ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, ο «Γάλλος» Μοσκοβισί να μην επέμβει αμέσως με άτεγκτο τρόπο και οι αγορές δεν αυξάνουν την απόδοση των γαλλικών ομολόγων;» Σύμφωνα με τον Βάλι «ο Μακρόν αντιμετωπίζεται προνομιακά έτσι ώστε να προσπαθήσει να ανακτήσει τη συναίνεση στο μέγιστο βαθμό».
Είναι βέβαιον πως το 2019, από οικονομική άποψη, θα είναι μια μαύρη χρονιά για τη Γαλλία: η έκπτωση φόρου για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση (Cice), που δημιουργήθηκε από τον Φρανσουά Ολάντ, θα μετατραπεί σε μια μόνιμη μείωση των φόρων. Μια «αποστράγγιση» εσόδων ύψους 40 δισ. ευρώ, εάν στο Cice για το 2018 προστεθεί και η περικοπής των εισφορών που αποφασίστηκε για το 2019. Επιπλέον, στο δημόσιο χρέος πλέον θα υπολογίζεται – έπειτα από απόφαση Insee, της Γαλλικής Στατιστικής Εταιρείας – ακόμη και το κόκκινο χρέος των σιδηροδρόμων της εταιρείας SNCF, που θα περάσει στον έλεγχο του κράτους το 2020.
Εν ολίγοις, είναι σαφές πως η Γαλλία διαθέτει πολύ μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών από τους Ιταλούς, αλλά τούτο δεν οφείλεται απλώς σε μία ευνοιοκρατία, αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες της γαλλικής οικονομίας. Η Ιταλία δεν έχει την πολυτέλεια να κινήσει μία διαδικασία παράβασης των κανονισμών για το έλλειμμα: κάτι τέτοιο ναι μεν θα παρείχε ευελιξία, μέσω ενός πολυετούς διάρκειας σχεδίου δημοσιονομικής αποκατάστασης, θα ήταν όμως παράλληλα ένα πλήγμα για τα δημόσια οικονομικά, καθώς θα εκτίνασσε το χρέος.
Το Παρίσι, παρά τις επανειλημμένες παραβάσεις, έχει μία αναλογία χρέους/ΑΕΠ κάτω του 100%. Ναι μεν πλησιάζει την επικίνδυνη ζώνη, αλλά έχει αμελητέο spread, την ώρα που αυτό των ιταλικών κρατικών ομολόγων υπερβαίνει τις 200 μονάδες. Επιπλέον, παρά τα τόσα χρόνια με πρωτογενές πλεόνασμα, το ιταλικό δημόσιο χρέος αγκομαχά να επιτύχει κάποια μείωση και εξακολουθεί να υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ. Το να προβεί σε μία παραβίαση του 3% θα σήμαινε για την Ιταλία ότι βαδίζει ταχύτερα προς την αδυναμία πληρωμών: τότε το spread θα αυξανόταν ακόμη περισσότερο, ενώ και η αναχρηματοδότηση θα γινόταν σχεδόν αδύνατη.
Αντίθετα προς τη Γαλλία, η Ιταλία αντιμετωπίζει ακόμη ένα πρόβλημα, που ακούει στο όνομα «αξιοπιστία». Ο κατάλογος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων είναι ατέλειωτος και εκείνες που τελικά έχουν υλοποιηθεί είναι πολύ λιγότερες. Βέβαια, η προηγούμενη κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι είχε προωθήσει τον νόμο για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας (το περιώνυμο Jobs Act), όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Βρυξελλών. Και τούτο γιατί ακριβώς στο ενδιάμεσο συνεχίσθηκε ο «χορός» των αριθμών: οι ιταλικές κυβερνήσεις έχουν αποδειχθεί ικανότατες στο να παρουσιάζουν ένα χαμηλό έλλειμμα τον Απρίλιο και να το αυξάνουν σταδιακά κατά τη διάρκεια του έτους, ξοδεύοντας τους φθινοπωρινούς μήνες σε διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για να τα βρουν για ένα επίπεδο ελλείμματος κάπου στη μέση. Μία στρατηγική που στην Ευρώπη ουδείς κατανοεί.