H E.E.έχει ξοδέψει περί το 1 τρισ. δολάρια σε έργα υποδομής και συγκοινωνίες για να ενώσει την ήπειρο, γράφει η Wall Street Journal, σημειώνοντας ότι εντούτοις, οι ψηφοφόροι παραμένουν δυσαρεστημένοι υπό το βάρος πολιτιστικών και πολιτικών πιέσεων που συνοδεύουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και απειλούν την ενότητά της.
Η μετατροπή μιας διχασμένης ηπείρου από τις πληγές του 20ου αιώνα σε μία πολιτικά και οικονομικά ενωμένη Ευρώπη υπήρξε ιδιαιτέρως φιλόδοξη και έως τώρα έγιναν σημαντικές προσπάθειες να εκσυγχρονιστούν οι υποδομές, να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο, να μετριασθεί η φτώχεια και να ανοίξουν νέες αγορές. Εντούτοις, η δυσαρέσκεια απορρέει από το οικονομικό βάρος που οι χρηματοδοτήσεις δεν μπορούν να μετριάσουν αλλά και από διαμάχες για θέματα εθνικής κυριαρχίας, πολιτιστικής ταυτότητας και σεβασμού.
To μέλλον της Ε.Ε. αναμένεται να επηρεαστεί από τον διχασμό για ζητήματα όπως το προσφυγικό αλλά και τις αντιπαραθέσεις σχετικά με τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό που θα ξεκινήσει το 2021. Η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας συνεπάγεται μείωση των εισφορών στα ευρωπαϊκά ταμεία, γεγονός που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να μειώσει τις δαπάνες ή να ζητήσει μεγαλύτερες εισφορές από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αξιωματούχοι εξετάζουν το ενδεχόμενο να στρέψουν πόρους δεκάδων εκατομμυρίων από τις ανατολικές χώρες στο Νότο, συμπεριλαμβανομένης και της Ιταλίας, η οποία έχει προκαλέσει νέα αβεβαιότητα για το ευρωπαϊκό μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγοι και αυτοί που αμφισβητούν τη σημασία των πόρων από το Ταμείο Συνοχής καθώς οι υποθέσεις διαφθοράς παραμένουν αλλά και οι υπόνοιες ότι οι περισσότεροι πόροι επιστρέφουν στα ταμεία γερμανικών και γαλλικών εταιρειών.