Το γαλλοϊταλικό μέτωπο βρίσκει ολοένα και συχνότερα απέναντί της πια η Γερμανία. Αυτή τη φορά όμως η σύγκρουση δεν αφορά τα δημοσιονομικά αλλά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Επίκεντρο της νέας σύγκρουσης των ισχυρών της Ευρώπης είναι η περίπλοκη πλην κρίσιμη σε οικονομικό επίπεδο φόρμουλα που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον καθορισμό των μακροπρόθεσμων στόχων για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις, που αποφασίστηκαν το 2008 -ήτοι πριν η κρίση χρέους πλήξει σημαντικά την Ευρώπη-, οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα πρέπει να μειώσουν το ποσοστό εκπεμπόμενων ρύπων στα οχήματα που κατασκευάζουν, στα 130 γραμμάρια/χιλιόμετρο, μέχρι το 2015.
Η συμβιβαστική λύση που είχε βρεθεί μεταξύ των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών, είχαν συμφωνήσει σε κατανομή των μειώσεων αναλόγως βάρους του οχήματος. Αυτοκινητοβιομηχανίες που παρήγαγαν μεγαλύτερου κυβισμού και βαρύτερα μοντέλα, όπως οι BMW, Daimler’s Mercedes-Benz και Volkswagen’s Audi, έπρεπε να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών.
Ωστόσο, ο ορίζοντας του 2020, που βρίσκει τις αυτοκινητοβιομηχανίες να πρέπει να επενδύσουν δισεκατομμύρια ευρώ για να ανταποκριθούν στους στόχους για τις μειώσεις σε επίπεδα 95 γραμ./χλμ, φέρνει σε σύγκρουση τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με τις γαλλικές και τις ιταλικές όπως την PSA Peugeot Citroën, τη Renault, τη Fiat. Οι γερμανικές εταιρείες ζητούν πλέον να μην υπάρχουν διακρίσεις όσον αφορά στους στόχους για τα δικά τους παραγόμενα οχήματα και αυτά των Γάλλων και Ιταλών… ομολόγων τους.