Ένας τεράστιος «χορός» αλληλοσυγκρουόμενων εκτιμήσεων, προβλέψεων και βεβαίως πονταρισμάτων έχει στηθεί τις τελευταίες ημέρες γύρω από την πιθανότητα εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη.
Όσο πλησιάζει η εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου, τόσο πολλαπλασιάζονται οι σχετικές αναφορές και τα δημοσιεύματα, ενώ η νευρικότητα στις αγορές και οι κερδοσκοπικές επιθέσεις θριαμβεύουν, όπως αποδεικνύουν οι πιέσεις που δέχεται το κοινό νόμισμα.
Όπως είναι φυσικό, όλα αυτά οδήγησαν στην όξυνση της αβεβαιότητας γύρω από το μέλλον της Ελλάδας αλλά και ολόκληρου του ενωσιακού οικοδομήματος και έριξαν νερό στο μύλο των τζογαδόρων.
Όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, ενδεικτικές της αμφισημίας που χαρακτηρίζει πολλές εκτιμήσεις και της ρευστότητας της κατάστασης είναι οι τελευταίες επισημάνσεις της JP Morgan και της Credit Suisse.
Η μεν πρώτη βλέπει μοιρασμένες τις πιθανότητες αποχώρησης και παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ (50%-50%), ενώ η δεύτερη δίνει 70% πιθανότητες βραχυπρόθεσμης παραμονής στην ευρωζώνη, αλλά και άλλες τόσες πιθανότητες αποχώρησης σε ορίζοντα διετίας ή τριετίας, εφόσον δεν γίνει νέα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μας.
Διαμετρικά αντίθετες είναι και οι προβλέψεις για την επόμενη ημέρα ενός Grexit.
Από τη μία πλευρά, διατυπώνεται η άποψη ότι οι συνέπειες θα ήταν διαχειρίσιμες για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία και σαφώς σκληρότερες για την ελληνική.
Στον αντίποδα, πολλοί αναλυτές και διεθνή μέσα ενημέρωσης ασπάζονται τη θεωρία του ντόμινο και σημειώνουν πως, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, δεν έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα προετοιμασίας ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος διάχυσης της κρίσης αν η Ελλάδα βρεθεί εκτός ευρωζώνης.