«Εάν η κυβέρνηση στην Αθήνα εφαρμόσει όλες τις εναπομείνασες μεταρρυθμίσεις αποφασιστικά, μπορεί η Ελλάδα να βγει επιτυχώς από το πρόγραμμα του ΕΜΣ τον Αύγουστο του 2018», δήλωσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ και εξέφρασε την πεποίθηση ότι και η Ελλάδα μπορεί να αποπληρώσει τα δάνειά της, αρκεί οι χρόνοι ωρίμανσης να επιμηκυνθούν αρκετά και οι υποχρεώσεις να μην υπερβαίνουν το όριο του 15-20% σε σχέση με την οικονομική επίδοση της χώρας.
Ο κ. Ρέγκλινγκ, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργανώθηκε απόψε στο Άαχεν ενόψει της απονομής, την Πέμπτη, του 60ού Διεθνούς Βραβείου Καρλομάγνου στον Εμανουέλ Μακρόν, χαιρέτισε την αναπτυξιακή στρατηγική που παρουσίασε η Ελλάδα στο τελευταίο Eurogroup, έκανε λόγο για «εντυπωσιακές προσπάθειες προσαρμογής», ενώ τόνισε ότι εάν η τελευταία έκθεση είναι θετική, θα υπάρξει μια τελευταία εκταμίευση από τον ΕΜΣ, ενώ τότε θα ληφθούν και οι αποφάσεις για τα ζητήματα πιθανών περαιτέρω ελαφρύνσεων του χρέους. Υποστήριξε δε ότι δεν υπήρχε απολύτως καμία εναλλακτική από την ίδρυση του μηχανισμού διάσωσης, χωρίς τον οποίο, όπως είπε, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία θα είχαν πιθανόν βγει από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση υπό «χαοτικές συνθήκες», ενώ και άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, θα είχαν προβλήματα.
Ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε ακόμη ότι τα επιτόκια του ΕΜΣ βρίσκονται καθαρά κάτω από το επίπεδο που οι χώρες θα έπρεπε να πληρώνουν στις αγορές και για αυτό εξοικονομούν πολλά χρήματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, «εκτιμούμε ότι τα δάνεια του ΕΜΣ οδηγούν κάθε χρόνο σε εξοικονόμηση για τον ελληνικό προϋπολογισμό σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων ευρώ», δήλωσε και υπογράμμισε ότι αυτό συμβαίνει χωρίς να κοστίζει τίποτα στον ευρωπαίο φορολογούμενο. «Αυτές οι εξοικονομήσεις είναι μια έκφραση της αλληλεγγύης την οποία δείχνουν τα κράτη-μέλη του ευρώ μεταξύ τους», είπε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε σε «μεγάλες προσπάθειες» που καταβάλλει η Ελλάδα για να εκπληρώσει τους αυστηρούς μεταρρυθμιστικούς όρους.
«Συνολικά η Ελλάδα έχει σήμερα πίσω της εντυπωσιακές προσπάθειες προσαρμογής. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά την έναρξη της κρίσης το 2009 βρισκόταν πάνω από το 15% του ΑΕΠ. Εδώ και δύο χρόνια η χώρα παράγει δημοσιονομικό πλεόνασμα, δηλαδή “μαύρο μηδέν” (σ.σ.: η γερμανική έκφραση για τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό). Μια τέτοια επιτυχία είναι δυνατή μόνο με βαθιές μεταρρυθμίσεις», σημείωσε ο κ. Ρέγκλινγκ και συνέχισε: «εάν με τους εταίρους μας, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι όροι έχουν εκπληρωθεί, μπορεί το πρόγραμμα να ολοκληρωθεί και να πραγματοποιηθεί μια τελευταία δανειακή εκταμίευση» και επιπλέον «θα μπορούσαν τότε οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης να σκεφτούν να δώσουν στην Ελλάδα περαιτέρω ελαφρύνσεις χρέους — όπως π.χ. μακρότερους χρόνους αποπληρωμής των δανείων». Αυτό οι υπουργοί Οικονομικών το προέβλεπαν ήδη τον Μάιο του 2016 και τον Ιούνιο του 2017, σημείωσε, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι «είναι και παραμένει σαφές ότι ένα κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους αποκλείεται».
Ο επικεφαλής του ΕΜΣ χαιρέτισε εξάλλου την αναπτυξιακή στρατηγική που παρουσίασε η Ελλάδα στο τελευταίο Eurogroup, «διότι ο στόχος όλων των προγραμμάτων προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων τα τελευταία οκτώ χρόνια ήταν να επιτύχουμε μια νέα βάση για μια καλή, υγιή ανάπτυξη στην Ελλάδα — αυτό είναι προς το συμφέρον των Ελλήνων, αλλά είναι και προς το συμφέρον του ΕΜΣ, διότι είμαστε μακράν ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας». Όπως είπε, ο ΕΜΣ έχει εκταμιεύσει 187 δισεκατομμύρια ευρώ σε δάνεια, που ισοδυναμούν με περίπου το 100% του ελληνικού ΑΕΠ και πάνω από το 50% των δημοσίων χρεών της χώρας.
«Μπορεί η Ελλάδα να πληρώσει ποτέ όλα αυτά τα δανεικά;», διερωτήθηκε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: «Ναι! Δεκαετίες εμπειρίας με παρόμοιες δύσκολες περιπτώσεις δείχνουν ότι οικονομίες οι οποίες έχουν ασθενήσει λόγω κρίσης μπορούν να αποπληρώσουν πλήρως τα δάνεια διάσωσης, εάν οι υποχρεώσεις αποπληρωμής χρονικά επιμηκυνθούν χρονικά αρκετά και δεν υπερβαίνουν σε σχέση με την οικονομική επίδοση το όριο του 15-20%». Αναφέρθηκε μάλιστα και στο παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία κατέβαλε την τελευταία δόση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 μόλις το 2010.
Οι επόμενες εβδομάδες και μήνες θα είναι περίοδος πολύ εντατικής εργασίας, συνέχισε ο Κλάους Ρέγκλινγκ και εξήγησε ότι οι ειδικοί του ΕΜΣ επιστρέφουν μαζί με τους συναδέλφους τους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ στα μέσα Μαΐου στην Αθήνα, προκειμένου να επεξεργαστούν μια κοινή καταληκτική έκθεση. «Εάν η Έκθεση είναι θετική, θα υπάρξει μια τελευταία εκταμίευση του ΕΜΣ. Πέραν αυτού, θα ληφθούν και οι αποφάσεις για τα ζητήματα πιθανών περαιτέρω ελαφρύνσεων χρέους», επισήμανε και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παραμένει σε πρόγραμμα ενώ οι άλλες χώρες έχουν ολοκληρώσει τα δικά τους, έκανε λόγο για «ειδική περίπτωση», για τρεις λόγους: «Πρώτον, η οικονομία της Ελλάδας είχε πολύ πιο βαθιά ριζωμένα προβλήματα από ό,τι οι άλλες χώρες σε πρόγραμμα. Δεύτερον, η χώρα υπέφερε από μια πολύ πιο ασθενή δημόσια διοίκηση από ό,τι τα άλλα κράτη-μέλη του ευρώ. Και τρίτον, η κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2015 προχωρούσε με τον τότε υπουργό Οικονομικών (σ.σ. Γιάνη) Βαρουφάκη στη λάθος κατεύθυνση: σημαντικές μεταρρυθμίσεις ανακλήθηκαν και κατεβλήθη προσπάθεια να σταματήσει το συμφωνηθέν μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Ως αποτέλεσμα, έπεσε η ελληνική οικονομία και πάλι σε ύφεση. Το “Grexit” ξαφνικά έγινε ρεαλιστικό σενάριο. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι αυτός ο λάθος δρόμος κόστισε στην Ελλάδα 86 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015, όμως, η κυβέρνηση επέστρεψε στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων», ανέφερε ο επικεφαλής του ΕΜΣ.
Ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ακόμη ότι δεν υπήρχε καμία πραγματική εναλλακτική από την ίδρυση του μηχανισμού διάσωσης. «Εάν δεν είχαμε απλώσει τις ομπρέλες διάσωσης κατά την κορύφωση της ευρωπαϊκής κρίσης, τότε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, μάλλον θα είχαν βγει υπό χαοτικές συνθήκες από την Νομισματική Ένωση.», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Λόγω των μεταδοτικών συνεπειών, άλλες οικονομίες θα μπορούσαν να είχαν τεθεί σε κίνδυνο και το ευρώ ως σύνολο θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Η Ευρώπη σήμερα θα ήταν διαφορετική! Αυτό θα είχε ζημιώσει ιδιαίτερα την Γερμανία. Με την κεντρική της θέση στην καρδιά της Ευρώπης και ως οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές, η Γερμανία επωφελείται από το ευρώ όσο σχεδόν καμία άλλη χώρα», κατέληξε.