Δριμεία κριτική στην διαχείριση της κρίσης από τους ευρωπαίους ηγέτες ασκεί ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια Τζόζεφ Στίγκλιτς. Επισημαίνει ότι «η υπερβολική δόση λιτότητας χειροτερεύει τα πάντα», ενώ τονίζει ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δεν επαρκεί και προτείνει την αύξηση και όχι τη μείωση των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσης.
Σε συνέντευξη που παραχωρεί ο Αμερικανός οικονομολόγος στην γερμανική εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung», τάσσεται κατά της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, καθώς, όπως υποστηρίζει, «οι δημοκρατίες μπορούν να αντέξουν περικοπές χωρίς να βλέπουν φως στο τούνελ μόνο μέχρις ενός σημείου».
Προσθέτει ακόμη ότι «δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο ούτε ένα παράδειγμα, όπου οι περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών να οδήγησαν στην εξυγίανση ενός ασθενούς κράτους» και αναδεικνύει την ανάγκη εφαρμογής αναπτυξιακής πολιτικής, ενώ θεωρεί την αναδιάρθρωση του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών ως μοναδική διέξοδο. «Το κούρεμα του ελληνικού χρέους είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένο και αυτό επειδή υπάρχει ο φόβος της χρεοκοπίας.
Αλλά και η χρεοκοπία κρατών ανήκει στον σύγχρονο καπιταλισμό. Πρέπει να είναι επιτρεπτή», εξηγεί ο κ. Στίγκλιτς και ζητεί να χορηγούνται μεγαλύτερα δάνεια σε επιχειρήσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Ο κ. Στίγκλιτς τάσσεται υπέρ της επιβολής φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, αλλά και της δημιουργίας κοινής Δημοσιονομικής Αρχής για την Ευρωζώνη, η οποία θα μπορούσε να χορηγεί επιπλέον κεφάλαια σε χώρες με πρόβλημα.
«Μιλάω για την επονομαζόμενη αναδιανεμητική ένωση, την οποία μισούν πολλοί Γερμανοί», υπογραμμίζει, αλλά εκφράζει την αισιοδοξία του για το μακροπρόθεσμο οικονομικό μέλλον της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι, όπως διευκρινίζει, η πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας δεν αποκλείεται βραχυπρόθεσμα να προκαλέσει νέα ύφεση.