Αυτή η περίοδος θα έπρεπε να είναι ο θρίαμβος των ευρωσκεπτικιστών, οι οποίοι είχαν προβλέψει ότι το ευρώ δεν θα λειτουργούσε. Αντί γι’αυτό, έχουν ένα δίλημμα. Γιατί αυτό που τους λένε είναι ότι πρέπει να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν το ευρώ ζωντανό, αφού η εναλλακτική λύση είναι ο οικονομικός Αρμαγεδών.

Στην Ντάουνινγκ Στριτ, για παράδειγμα, τόσο ο Ντέιβιντ Κάμερον όσο και ο υπουργός Οικονομικών Ντέιβιντ Οσμπορν πίστευαν πάντα ότι το ευρώ είναι κακή ιδέα.

Και κανείς από τους δύο δεν εκπλήσσεται σήμερα βλέποντας τα προβλήματά του. Το ένστικτό τους τούς λέει ότι η ευρωζώνη μπορεί να καταρρεύσει, άρα είναι μάταιο και αντιπαραγωγικό να διατεθούν χρήματα για την αναγέννησή της.

Ολα τα μπρίφινγκ στα οποία παρίστανται όμως οι δύο άνδρες καταλήγουν στην εκτίμηση ότι η κατάρρευση της ευρωζώνης θα προκαλούσε έναν οικονομικό κατακλυσμό, με τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις να καταρρέουν σε όλη την Ευρώπη. Κι έτσι, οι ηγέτες της Βρετανίας αναγκάζονται να κινηθούν σε αντίθετη κατεύθυνση από το ένστικτό τους. Σε μια αξιομνημόνευτη φράση του, ο Οσμπορν ζήτησε από τους ηγέτες της ευρωζώνης να ακολουθήσουν την <<ανηλεή λογική>> της νομισματικής ένωσης και να εργαστούν για μια πραγματική δημοσιονομική ένωση της Ευρώπης.

Υπάρχει διέξοδος από αυτή την κρίση; Οι κρίσιμες αποφάσεις δεν θα ληφθούν βέβαια στο Λονδίνο, σημειώνει ο Γκίντεον Ράχμαν στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς.

Η τύχη του ενιαίου νομίσματος θα κριθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και κυρίως η Γερμανία. Εχει ιδιαίτερη σημασία, έτσι, ότι η παρασκηνιακή συζήτηση για τις συνέπειες της διάλυσης του ευρώ γίνεται και στους κόλπους του γερμανικού κατεστημένου.

Υπήρχε πάντα μια ομάδα εξεχόντων γερμανών οικονομολόγων που είχαν σοβαρές επιφυλάξεις για την τύχη του ευρώ. Οι οικονομολόγοι αυτοί – η «τάση της Μπούντεσμπανκ» – πιστεύουν τώρα ότι δικαιώθηκαν και πιστεύουν ότι ενδεχομένως η Ελλάδα θα έπρεπε να αποχωρήσει από το ευρώ μέσα στους προσεχείς μήνες.

Ένα σενάριο που κυκλοφορεί στη Φραγκφούρτη και το Βερολίνο είναι ότι η κρίση θα μπορούσε να προκληθεί από τις εκλογές στην Ελλάδα.

Το σενάριο αυτό περιλαμβάνει την ξαφνική κήρυξη μιας υποχρεωτικής αργίας, στη διάρκεια της οποίας όλα τα χαρτονομίσματα στις ελληνικές τράπεζες θα σφραγιστούν, προκειμένου να επανεκδοθούν σε δραχμές. Ο προφανής κίνδυνος ενός τέτοιου βήματος είναι ότι ανήσυχοι καταθέτες σε άλλες ευάλωτες χώρες της Ευρώπης, όπως η Πορτογαλία, θα σπεύσουν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις τράπεζες για να αποφύγουν μια ανάλογη τύχη.

Και μόνο το γεγονός ότι τέτοια σενάρια κυκλοφορούν στη Γερμανία ίσως να εξηγεί την απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να επαναλαμβάνει σε διάφορες συνεντεύξεις της ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στο ευρώ και ότι τυχόν διάλυση της ευρωζώνης θα αποτελούσε μια πολιτική καταστροφή για την Ευρώπη.

Η ανησυχία αυτή είναι σωστή, τονίζει ο Ράχμαν. Αν η Ελλάδα βυθιστεί σε ένα οικονομικό χάος μετά την αποχώρησή της από το ευρώ, η υπόλοιπη Ευρώπη δεν μπορεί να καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Θα παρασυρθεί κι εκείνη στην πολιτική και οικονομική καταστροφή.

Από την άλλη πλευρά, αν η αποχώρηση της Ελλάδας ήταν επιτυχημένη, μπορεί να αντιμετώπιζαν κι άλλες χώρες τον πειρασμό να ακολουθήσουν.

Κάποιοι ισπανοί αξιωματούχοι, για παράδειγμα, φοβούνται ότι ένας νέος γύρος λιτότητας σε μια χώρα όπου η νεανική ανεργία φτάνει το 45% θα οδηγούσε σε πολιτική και οικονομική καταστροφή.

Οι αξιωματούχοι αυτοί επισημαίνουν ότι οι δημοσιονομικές και οικονομικές κρίσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σπανίως λύθηκαν μόνο με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Τόσο στη Σουηδία κατά τη δεκαετία του 1990 όσο και στην Ισλανδία τα τελευταία χρόνια, χρειάστηκε να γίνει και υποτίμηση του νομίσματος για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα – κάτι που είναι αδύνατον σε μια χώρα της ευρωζώνης. Το συμπέρασμα είναι απλό. Η Ισπανία πρέπει να φύγει από το ευρώ.

Όμως οι σκέψεις αυτές είναι αυθαίρετες, σημειώνει ένας άλλος οικονομικός συντάκτης των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Μάρτιν Σάντμπα.

Η υποτίμηση του νομίσματος οδηγεί σε μια ταχύτερη, και συνήθως αφόρητη, πτώχευση του πληθυσμού. Η εσωτερική υποτίμηση αντίθετα, σαν κι αυτή που δοκιμάζουν τώρα αρκετές χώρες της ευρωζώνης, κρατά ζωντανή την πίεση για μεταρρυθμίσεις. Αν η νομισματική ένωση δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη, που διευκολύνεται από μια τεράστια εσωτερική αγορά και την απουσία νομισματικών διακυμάνσεων. Το να κατηγορεί κανείς το ευρώ για τα προβλήματα της Ευρώπης είναι σαν να τιμωρεί ένα παιδί επειδή δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητές του.