Το 2017 διαπιστώθηκε ότι η οικονομία ανακάμπτει ενώ η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις της ανάκαμψης αυτής.
Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τριμηνιαία έκθεση του που δόθηκε στη δημοσιότητα, επισημαίνοντας ότι οι αβεβαιότητες εξακολουθούν να υπάρχουν.
Στη έκθεση του, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, χαρακτηρίζει την καθαρή έξοδο στις αγορές «θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους». Παράλληλα αναφέρει ότι «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς».
Η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:
- Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
- Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Όπως σημειώνεται: «Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι απαραίτητη, όχι γιατί την επιβάλλει η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, αλλά γιατί έτσι δημιουργούνται θετικές προσδοκίες που εξασφαλίζουν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Όμως, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους.
Η υπερφορολόγηση αποδεικνύεται:
- Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο. Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων. Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση του Γ.Π.Κ.Β. επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.
- Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ το μήνα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας. Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».