Τι συμβαίνει όταν η ακατανίκητη δύναμη μιας οικονομικής ύφεσης συναντά ένα αμετακίνητο σύμφωνο για τη δημοσιονομική πειθαρχία; Στο ερώτημα αυτό, η ευρωζώνη διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση.
Η Ισπανία και η Ολλανδία ανακαλύπτουν περισσότερα οικονομικά προβλήματα και μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα απ΄ό,τι περίμεναν. Ενώ όμως η ολλανδική κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακοινώσει μεγαλύτερες περικοπές των δημοσίων δαπανών, οι Ισπανοί ακολουθούν ένα διαφορετικό δρόμο.
Ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, ο ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι επέδειξε είτε θάρρος είτε θράσος την περασμένη Παρασκευή όταν ανέβασε στο 5,8% τον φετινό στόχο της χώρας του για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Δικαιολογώντας την απόφασή του, είπε ότι η ισπανική οικονομία συναντά προβλήματα και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2011 ήταν υψηλότερο απ’ό,τι είχε προβλεφθεί.
Επί της ουσίας, γράφει ο Τόνι Μπάρμπερ στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Ραχόι εφαρμόζει ένα μάθημα οικονομίας που γνωρίζουν όλοι οι ευρωπαίοι πολιτικοί από τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά: ότι σε περίοδο ύφεσης, οι δραστικές περικοπές ενέχουν τον κίνδυνο να παρασύρουν την οικονομία σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο.
Παρά ταύτα, η δυσαρέσκεια που προκλήθηκε στο Βερολίνο ήταν αισθητή. Πολύ περισσότερο που ο Ραχόι επέλεξε να κάνει την ανακοίνωση αυτή λίγο μετά την υπογραφή μιας συμφωνίας που δεσμεύει και τους 25 ευρωπαίους ηγέτες σε ένα σύμφωνο γερμανικής έμπνευσης που επιβάλλει σιδηρά πειθαρχία στους ελέγχους του ελλείμματος.
Και το αποκορύφωμα ήταν η διευκρίνισή του ότι δεν είχε ενημερώσει προηγουμένως τους άλλους ηγέτες για την απόφασή του. Το θέμα αυτό, είπε, αφορά αποκλειστικά την Ισπανία.
Ο προηγούμενος στόχος της Ισπανίας για το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 4,4% του ΑΕΠ και είχε συμφωνηθεί με τους εταίρους της. Παραβιάζοντας όμως αυτή τη συμφωνία, ο Ραχόι έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα που έχει η νομικίστικη προσέγγιση της Ευρώπης για την κρίση.
Οι Ευρωπαίοι, με μικρότερη ή μεγαλύτερη προθυμία, έχουν αναγκαστεί να δεχθούν την άποψη της Γερμανίας ότι η κρίση προκλήθηκε από την άρνηση ορισμένων χωρών να δεχθούν τους κοινούς κανόνες για τα ελλείμματα και το χρέος. Οι χώρες που πρώτες παραβίασαν βέβαια αυτούς τους κανόνες, το 2003, ήταν η Γερμανία (επί κυβέρνησης Γκέρχαρντ Σρέντερ), η Γαλλία και η Ιταλία. Αναγνωρίζοντας λοιπόν το μερίδιο της ευθύνης της γι’αυτό το «προπατορικό αμάρτημα», η Γερμανία προσπαθεί να δείξει ότι η επιμονή της για αυστηρότερους κανόνες δεν αποσκοπεί στην τιμωρία των απείθαρχων χωρών, αλλά στρέφεται ουσιαστικά και εναντίον της.
Το κακό είναι ότι όλα αυτά δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Η δημοσιονομική απειθαρχία μπορεί να ήταν μία από τις αιτίες της κρίσης, αλλά όχι κατ’ανάγκη η πιο σημαντική. Οι διαφορές της ανταγωνιστικότητας, ο απερίσκεπτος δανεισμός από τις τράπεζες και οι φούσκες των ακινήτων έπαιξαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην υπονόμευση της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.
Η Ισπανία το γνωρίζει καλά, αφού η χώρα αυτή υπερηφανευόταν για τα δημοσιονομικά της πλεονάσματα προτού δει το τραπεζικό της σύστημα να δέχεται ισχυρό πλήγμα από το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων. Παρόλο λοιπόν που πρέπει να μειώσει το έλλειμμά της, δεν αξίζει να την κατηγορούν για δημοσιονομική χαλάρωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης, των τοπικών κυβερνήσεων και της κοινωνικής ασφάλισης αντιστοιχούσαν το 2010 στο 43,7% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης ήταν 48,1%.
Επιπλέον, η Ισπανία ανέβασε την περασμένη εβδομάδα την πρόβλεψή της για τη φετινή ανεργία στο 24,3%. Το ποσοστό αυτό θα είναι το μεγαλύτερο από το 1945.
Αν οι εταίροι της Ισπανίας δεχθούν τον αναθεωρημένο στόχο της για το έλλειμμα, η αξιοπιστία του νέου δημοσιονομικού καθεστώτος θα πληγεί πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή. Ισως όμως, όπως καταλήγει ο αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, οι κανόνες να μην μπορούσαν από την αρχή να σώσουν την ευρωζώνη.