Το ΔΝΤ ζήτησε από τη Βουδαπέστη αφενός να συνεχίσει τα αυστηρά μέτρα λιτότητας και αφετέρου να δώσει τέλος στην οικονομική πολιτική του προστατευτισμού, καθώς η Ουγγαρία επιζητεί την έναρξη διαπραγματεύσεων με το διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για τη σύναψη δανείου.
«Παρά την ύπαρξη μίας ισχνής αναπτυξιακής δυνατότητας, είναι απαραίτητη μία περιστολή του προϋπολογισμού», τονίζει το ΔΝΤ σε σημερινή του έκθεση για την Ουγγαρία.
Μία οικονομική βοήθεια από το Ταμείο ή άλλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό «θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανακούφιση των προβλημάτων χρηματοδότησης και να βελτιώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών», αλλά αυτή δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί αποτελεσματική παρά μόνον εάν εδράζεται επί μίας σταθερής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, προστίθεται στο ίδιο κείμενο.
Το ΔΝΤ εκτιμά ως απολύτως αναγκαία «την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών στις δημόσιες μεταφορές, τον εξορθολογισμό της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, ιδίως στην τοπική αυτοδιοίκηση, τη μείωση των έκτακτων φόρων (των επιλεγόμενων ‘της κρίσης’, που πλήττουν τις επιχειρήσεις στον ενεργειακό τομέα το εμπόριο και τις τηλεπικοινωνίες) και την τροποποίηση του ενιαίου φόρου επί των εισοδημάτων και μισθών».
Το Ταμείο επικρίνει την πολιτική του πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, εστιάζοντας «στα ad hoc (επί τούτου) και παρεμβατικά μέτρα του περασμένου χρόνου», που έπληξαν την αξιοπιστία της χώρας και ώθησαν τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης να αξιώσουν ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια δανεισμού.
Η Ουγγαρία που είναι αντιμέτωπη με μεγάλες χρηματοοικονομικές δυσκολίες, επιθυμεί να συνάψει δάνειο 15 έως 20 δισ. ευρώ. Όμως η χώρα βάλλεται πανταχόθεν για τους αμφιλεγόμενους νόμους που έχει θεσπίσει, κυρίως αυτόν που μειώνει την αυτονομία της Κεντρικής της Τράπεζας.