Νέα δεδομένα στην ελληνική οικονομία δημιουργεί η προ των πυλών συμφωνία για το κούρεμα του ελληνικού χρέους.
Παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών κάνουν λόγο για το «κούρεμα του αιώνα», καθώς δεν είναι μόνο η μείωση του χρέους, η οποία σε βάθος χρόνου υπολογίζεται στα 100 δισ. ευρώ, αλλά και η περιστολή των δαπανών του προϋπολογισμού για την πληρωμή τόκων η οποία εκτιμάται σε 4 με 5 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Τονίζουν δε ότι θα βελτιώσει αισθητά το κλίμα στην αγορά, καθώς θα εκλείψει το ενδεχόμενο «χρεοκοπίας» και «εξόδου από το ευρώ».
Είναι χαρακτηριστικό πως στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι, με την εφαρμογή του PSI σε συνδυασμό με τα έσοδα που θα προκύψουν από τις αποκρατικοποιήσεις αλλά και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων από φέτος κιόλας, το χρέος θα καταστεί βιώσιμο νωρίτερα από το 2020 που τέθηκε ως στόχος στη σύνοδο κορυφής της 26ης Οκτωβρίου.
Όπως αναφέρει το σαββατιάτικο φύλλο του Εθνους, στο γενικό πλαίσιο της συμφωνίας προβλέπεται ότι τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ιδιώτες και ξεπερνούν κατά τι τα 200 δισ. ευρώ θα «κουρευτούν» στην ονομαστική τους αξία κατά 50% και τα υπόλοιπα θα ανταλλαγούν με νέα ελληνικά ομόλογα 30ετούς διάρκειας αλλά και 2ετή ομόλογα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF).
Πιο αναλυτικά, για κάθε 100 ευρώ ελληνικού χρέους τα 50 ευρώ διαγράφονται και τα εναπομείναντα 50 ευρώ καλύπτονται ως εξής:
Τα 35 ευρώ θα ανταλλαγούν με νέα ελληνικά ομόλογα 30ετούς διάρκειας. Τα 15 θα ανταλλαγούν με διετή ομόλογα του EFSF και δεν θα δοθούν μετρητά στους ιδιώτες επενδυτές όπως προέβλεπε η αρχική συμφωνία.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το επιτόκιο των νέων ομολόγων θα είναι κλιμακωτό μεταξύ 3,5% και 4,6%. Δηλαδή τα νέα 30ετή ομόλογα που θα πάρουν φέτος οι ιδιώτες θα έχουν επιτόκιο 3,5% μέχρι το 2014.
Από το 2015 έως και το 2020 το επιτόκιο ανεβαίνει στο 3,9%. Από το 2021 και μέχρι τη λήξη τους διαμορφώνεται στο 4,6% και είναι δυνατόν να αυξηθεί περαιτέρω, αν η Ελλάδα επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.Το μεσοσταθμικό επιτόκιο βρίσκεται στην περιοχή του 4% και η απομείωση των τραπεζών σε όρους καθαρής θέσης διαμορφώνεται μεταξύ 65% και 70%.