Η γερμανική κυβέρνηση απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο ν’ αυξηθούν οι εγγυήσεις που θα πρέπει να καταβληθούν στο ευρωπαϊκό ταμείο στήριξης EFSF από τις χώρες μέλη του ευρώ, όπως υπαγορεύει η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας εννέα εκ των κρατών της ζώνης.
«Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει κανέναν λόγο να πιστεύει πως ο όγκος των εγγυήσεων στο EFSF δεν επαρκεί για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του», τόνισε σε συνέντευξη Τύπου ο Στέφεν Ζάιμπερτ, εκπρόσωπος της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ.
Και η ίδια η Μέρκελ είχε διατυπώσει αναλόγου περιεχομένου δηλώσεις μέσα στο Σαββατοκύριακο.
«Οι εγγυήσεις που εισφέρονται στο EFSF επαρκούν κατά πολύ για να επιτελέσει εκείνο που πρέπει κατά τους επόμενους μήνες», τόνισε από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Ντόιτσλαντφουνκ.
Η παρούσα δυνατότητα του EFSF είναι 250 δισ. ευρώ, με στόχο να αυξηθεί στα 440 δισ., ποσό που ωστόσο δεν επαρκεί σε περίπτωση που το ταμείο κληθεί να διασώσει μία χώρα όπως η Ιταλία.
Ο ίδιος υπογράμμισε πως « στις τελευταίες εκδόσεις του το EFSF ήδη κλήθηκε να καταβάλει υψηλότερα επιτόκια. Γεγονός που συνηγορεί ότι αυτό δεν εξαρτάται αποκλειστικώς και μόνον από την βαθμολογία» των εγγυητριών χωρών.
Όσο για τον Ζάιμπερτ, εκείνος υπενθύμισε πως οι Ευρωπαίοι ήδη έχουν αποφασίσει να τεθεί σε εφαρμογή από φέτος το ταμείο μόνιμης διάσωσης, το MES, το οποίο «εξαρτάται λιγότερο από τους οίκους αξιολόγησης», λόγω της «διαφορετικής» διάρθρωσης του κεφαλαίου του.
Για μία φορά ακόμη, ο Σόιμπλε ζήτησε να μειωθεί η επιρροή των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι θα πρέπει να «επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους σ’ αυτό που πραγματικά είναι», υπενθυμίζοντας πως η ΕΕ επεξεργάζεται κανονισμούς διαφάνειας όσον αφορά τους οίκους.
Ο γερμανός υπουργός τόνισε πως πολλοί ευρωπαίοι παράγοντες εκτιμούν πως οι υποβαθμίσεις από τον οίκο Standard & Poors έρχονται σε ανεπίκαιρη στιγμή, καθ’ όν χρόνο η ΕΕ και η ευρωζώνη ετοιμάζονται να υπογράψουν το αυστηρότερο σύμφωνο λιτότητας των προϋπολογισμών και πολλές από τις χώρες έχουν εφαρμόσει ιδιαίτερα σκληρά μέτρα λιτότητας.
Ταυτόχρονα εξέφρασε την υποψία πως οι οίκοι αξιολόγησης παρακινούνται από τον «ανταγωνισμό» στο οποίον επιδίδονται για να προσελκύσουν την «προσοχή του κόσμου».
Ο Σόιμπλε επέκρινε εξάλλου τους λόγους που επικαλέσθηκε ο S&P για να προβεί στην αρνητική του αξιολόγηση, τονίζοντας πως «η κριτική τούτη είναι αβάσιμη» και υπενθύμισε πως «η γερμανική κυβέρνηση είχε εξ αρχής επισημάνει τις δύο ρίζες του κακού», όσον αφορά την κρίση του ευρώ, «αφ’ ενός τα προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, και αφ’ ετέρου την απώλεια ανταγωνιστικότητας ορισμένων κρατών».