Την ανάγκη να υπάρξει εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας απόψε σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Ο ίδιος αναγνώρισε την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία, προειδοποίησε ωστόσο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού καθώς ελλοχεύουν κίνδυνοι και προκλήσεις, για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2017-2019. Συγκεκριμένα, η ΤτΕ προβλέπει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί φέτος κατά 1,7%, ενώ η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί το 2018 και το 2019 αγγίζοντας το 2,4% και 2,7% αντιστοίχως.
Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, όπως έγινε στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε σε αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα υπέσκαπτε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Για τις τράπεζες ο κ. Στουρνάρας ήταν καθησυχαστικός αναφέροντας «ότι ουδεμία απολύτως ανησυχία δικαιολογείται για την πορεία τους».Προσέθεσε ωστόσο ότι πρέπει, να ενταθούν οι προσπάθειες των τραπεζών ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεδομένου μάλιστα ότι οι στόχοι για το 2018 και το 2019 είναι πιο φιλόδοξοι από τους φετινούς.
Εκτός από τους εσωτερικούς κινδύνους ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ισχυροποίηση του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανόδου στην ευρωζώνη. Όπως επεσήμανε περαιτέρω άνοδος του ευρώ από τα σημερινά επίπεδα θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές αγαθών, καθώς και τις τουριστικές εισπράξεις, επιβραδύνοντας την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη και την ταχύτητα εξόδου από την κρίση.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταβολές των τελευταίων επτά χρόνων έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, όπως παρατήρησε οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Συνεπώς, το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων. Και μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Για το λόγο αυτό μεταξύ άλλων απαιτείται η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ανακύπτουν από διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες, που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.
Τέλος όπως υποστήριξε η ήπια αναδιάρθρωση του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, καθώς θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που με τη σειρά του θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη.