Η πιθανότητα διάλυσης της ευρωζώνης αιτιολογείται από το ότι, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει μία Ευρώπη, στην οποία η μία χώρα εξάγει και κερδίζει, ενώ οι περισσότερες άλλες εισάγουν από αυτήν, καταναλώνουν και χρεώνονται.
«Για μία ελλειμματική χώρα, η οποία απολαμβάνει βιοτικό επίπεδο ανώτερο από ότι επιτρέπουν τα μέσα της, τόσο η υποτίμηση του νομίσματος της, όσο και ο αποπληθωρισμός της οικονομίας της, αποτελούν οδυνηρές λύσεις – επειδή η μεν πρώτη συνεπάγεται μείωση του εθνικού εισοδήματος, ενώ η δεύτερη αύξηση της ανεργίας.
Για μία πλεονασματική χώρα, η ανατίμηση του νομίσματος της αποβαίνει οδυνηρή για τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ενώ, αντίθετα, ωφελεί τους εισαγωγείς και τους καταναλωτές – από τη άλλη πλευρά όμως, η μακροοικονομική τόνωση της οικονομίας, εγκυμονεί τον κίνδυνο του πληθωρισμού.
Είναι προφανές λοιπόν ότι, η κάθε χώρα θα προτιμούσε να μετακυλήσει το κόστος όσο το δυνατόν περισσότερων προσαρμογών της οικονομίας σε άλλες χώρες, προκειμένου η ίδια να απαλλαγεί από αυτό – κατά προτίμηση, στους εμπορικούς εταίρους της» (R.Gilpin).
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, από το 2007 ουσιαστικά, ένας μοναδικός λογαριασμός της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank)αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ο οποίος αντιστοιχεί με το 50% σχεδόν του συνολικού ενεργητικού της. Ειδικότερα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας, απέναντι σε άλλες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, οι οποίες προέρχονται από το ευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών «target-2», ανήλθαν στα 340 δισ. ευρώ – από σχεδόν μηδενικές πριν το 2007.
Σήμερα, οι απαιτήσεις αυτές έχουν ανέλθει στα 495 δισ. ευρώ σύμφωνα με το Bloomberg, γεγονός που αποτελεί μία ακόμη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ευρωζώνης – καθώς επίσης ένα τεράστιο ρίσκο για τη Γερμανία, η οποία συνεχίζει να το αντιμετωπίζει ως «ταμπού», παρά το ότι η ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης θα είχε σαν πιθανό αποτέλεσμα την απώλεια αυτού του ποσού.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος, όταν τα παιδιά «ανακαλύψουν» ότι μπορούν να παραγγέλνουν διάφορα αγαθά, χρησιμοποιώντας την πιστωτική κάρτα των γονέων τους, τότε είναι δυνατόν να προκύψουν μη ηθελημένα χρέη για την οικογένεια. Τα παιδιά βέβαια υπόσχονται να εξοφλήσουν μόνα τους τα χρέη, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν το κάνουν ποτέ, με αποτέλεσμα να αυξάνουν χρόνο με το χρόνο – έως εκείνη τη χρονική στιγμή, όπου οι γονείς συνειδητοποιούν ότι δεν θα λάβουν ποτέ αυτά τα χρήματα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα στην ευρωζώνη, όπου τα προβληματικά μέλη της οικογένειας, τα οποία παραγγέλνουν με την «πιστωτική κάρτα», είναι οι επί μέρους κεντρικές τράπεζες – ενώ το ρόλο των γονέων έχει αναλάβει η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Έτσι λοιπόν, η Bundesbank έχει δανείσει αυτόματα στην ΕΚΤ, μέσω του συστήματος «Target2» (Trans-European Automated Real-time Gross Settlement Express Transfer System), το ποσόν των 495 δισ. ευρώ.
Τα χρήματα αυτά αντιστοιχούν στη «δανειακή» ζήτηση εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών των ελλειμματικών χωρών της ευρωζώνης – όπως της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (πρόσφατα επίσης της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας).
Δηλαδή, τα 495 δισ ευρώ έχουν μεταφερθεί από την ΕΚΤ, η οποία τα οφείλει στη Bundesbank, προς τις κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών της Ευρωζώνης – οι οποίες τα οφείλουν στην ΕΚΤ.
Τεχνικά βέβαια δεν πρόκειται για δάνεια, αλλά για απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ, καθώς επίσης για υποχρεώσεις των κεντρικών τραπεζών των ελλειμματικών χωρών προς την ΕΚΤ – για έναν «ουδέτερο λογαριασμό» δηλαδή, ο οποίος είναι «θαμμένος» στις υποσημειώσεις των Ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών.
Εν τούτοις, εάν τυχόν διαλυθεί η ευρωζώνη, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο λογαριασμός θα μείνει «ακάλυπτος» – πως θα υποχρεωθεί δηλαδή η Γερμανία να «αποσβέσει» το ποσόν αυτό, το οποίο είναι κατά 60% μεγαλύτερο από τον ετήσιο προϋπολογισμό της, ενώ υπερβαίνει ακόμη και τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού ταμείου σταθερότητας (EFSF).
Από αυτό και μόνο το γεγονός συμπεραίνουμε μεταξύ άλλων ότι, η Γερμανία είναι εγκλωβισμένη στην Ευρωζώνη – γεγονός που ενδεχομένως επεξηγεί τη βιασύνη της, να καταθέσει στο ταμείο διάσωσης (ESM) το διπλό ποσόν εντός του 2012, από αυτό που σχεδίαζε μέχρι σήμερα.
Αντίστοιχα εγκλωβισμένη στο ευρώ είναι και η Ελλάδα, για την οποία τυχόν έξοδος από την ευρωζώνη (θα μπορούσε να συμβεί μόνο με δική της πρωτοβουλία, ενώ θα έπρεπε υποχρεωτικά να εγκαταλείψει ταυτόχρονα και την ΕΕ), θα συνοδευόταν πιθανότατα από τη χρεοκοπία της.
Φυσικά και οι δύο αυτές χώρες, η πιο πλεονασματική και η πιο ελλειμματική της ένωσης, έχουν αρκετά πλεονεκτήματα από την συμμετοχή τους στην ευρωζώνη – ενδεχομένως τα περισσότερα η Γερμανία, η οποία ουσιαστικά διατηρεί ένα «φυσικά υποτιμημένο» νόμισμα, με τη βοήθεια χωρών όπως η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι εξαγωγές και τα πλεονάσματα του ισοζυγίου της.
Εν τούτοις, η κατάσταση και για τις δύο έχει πλέον φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο απαιτεί ριζικές αποφάσεις – γεγονός που δεν μπορεί να αποκλείσει πια την εγκατάλειψη του κοινού νομίσματος εκ μέρους τους.
Η Γερμανία
Όταν μία χώρα εξάγει συνεχώς περισσότερα εμπορεύματα προς τους «εταίρους» της, από όσα η ίδια εισάγει από αυτές (τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας το 2011, σε σχέση μόνο με τις χώρες της Ευρωζώνης, υπολογίζονται στα 62 δισ. ευρώ), τότε τα αποτελέσματα είναι δυσάρεστα για όλους τους συμμετέχοντες – δηλαδή, τόσο για αυτόν που εισάγει, όσο και για αυτόν που εξάγει.
Ειδικότερα, τα προϊόντα που παράγονται στη Γερμανία δεν ανταλλάσσονται με προϊόντα ή με υπηρεσίες που παράγονται στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αλλά, πρακτικά, με πιστώσεις.
Ουσιαστικά δηλαδή οι χώρες της Νότιας Ευρώπης χρεώνονται στις Γερμανικές εταιρείες, για να αγοράσουν τα προϊόντα τους – επομένως, ο πλούτος της Γερμανίας βασίζεται στα χρέη των «εταίρων» της.
Κάποια στιγμή όμως, οι χώρες που δανείζονται συνεχώς για να εισάγουν προϊόντα, απειλούνται με τη χρεοκοπία – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν τα χρήματα των δανειστών τους.
Με δεδομένο τώρα ότι, η περιουσία των Γερμανών σήμερα στο εξωτερικό είναι της τάξης των 1.000 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος της κινδυνεύει να χαθεί – εάν τυχόν οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου αναγκασθούν να κηρύξουν στάση πληρωμών.
Περαιτέρω, για την ενδυνάμωση των ελλειμματικών χωρών η Γερμανία (με την πολιτική λιτότητας, την εσωτερική υποτίμηση, τις ιδιωτικοποιήσεις κλπ.), προτείνει ουσιαστικά να μιμηθούν το παράδειγμά της – σε τελική ανάλυση δηλαδή, να εξάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν.
Εν τούτοις, η πρόταση της αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί αφού, εάν όλοι εξάγουν περισσότερα από όσα εισάγουν, περιορίζοντας δραστικά την εσωτερική κατανάλωση, τότε δεν θα υπάρχει πια κανένας, ο οποίος να αγοράζει – οπότε η οικονομία της Ευρωζώνης θα εισέλθει σε μία καταστροφική ύφεση, εκτός εάν πλημμυρίσει όλο τον υπόλοιπο πλανήτη με δικά της προϊόντα.
Είναι δυνατόν όμως να το ανεχθούν οι υπόλοιπες χώρες, επιτρέποντας στους Ευρωπαίους να «αλώσουν» τις αγορές τους; Χωρίς καμία αμφιβολία δεν πρόκειται να το επιτρέψουν – οπότε η πολιτική που θέλει να επιβάλλει η Γερμανία στην ευρωζώνη είναι ανέφικτη. Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την εντύπωση ότι το γνωρίζει πολύ καλά, θέλοντας απλά να κερδίσει χρόνο, για να τακτοποιήσει «τα του οίκου της» – γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνεται από το Σχέδιο Β, το οποίο έχει ήδη προετοιμάσει:
Το σενάριο του μάρκου
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο (σχέδιο Β, D.Meyer), όλα θα ξεκινήσουν μία Δευτέρα – η οποία χαρακτηρίζεται ως η «Ημέρα Χ». Το Σαββατοκύριακο που θα προηγηθεί, η κυβέρνηση θα αποφασίσει ξαφνικά (σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχει ποτέ προειδοποίηση), να παραμείνουν οι τράπεζες κλειστές στο κοινό τη Δευτέρα – έτσι ώστε να γίνει η προετοιμασία όλων των λογαριασμών.
Την Τρίτη το πρωί, οι τράπεζες θα ξεκινήσουν κανονικά τη λειτουργία τους, προμηθεύοντας τους πελάτες τους με ευρωχαρτονομίσματα – τα οποία όμως θα έχουν σφραγισθεί με μαγνητική μελάνη, η οποία δεν θα επιτρέπει την πλαστογράφηση τους.
Στα σύνορα της χώρας, καθώς επίσης στη διακίνηση των κεφαλαίων προς το εξωτερικό, θα είναι τοποθετημένοι ειδικοί ελεγκτές – οι οποίοι θα φροντίζουν να μην επιτρέπεται η εισαγωγή συναλλάγματος (ασφράγιστων Ευρώ) στη Γερμανία, με στόχο τη «σφράγιση» του.
Τα μη σφραγισμένα ευρωνομίσματα θα χάσουν αμέσως την αξία τους – αφού αναμένεται η ανατίμηση των σφραγισμένων, απέναντι στο ευρώ. Το κράτος θα υποχρεωθεί φυσικά να βοηθήσει τις τράπεζες, οι οποίες (θα) έχουν μεγάλες απαιτήσεις στο εξωτερικό. Τέλος, δύο μήνες περίπου αργότερα, η Γερμανία θα εγκαταλείψει την ευρωζώνη και θα επαναφέρει το δικό της νόμισμα, το μάρκο, με νομοθετική αλλαγή – ενδεχομένως ένα άλλο νόμισμα, από κοινού με τις πλεονασματικές οικονομίες της ευρωζώνης.
Μία επόμενη Δευτέρα τώρα οι τράπεζες θα κλείσουν ξανά, με στόχο τη μετατροπή όλων των λογαριασμών, καθώς επίσης των Ισολογισμών, στο νέο νόμισμα. Δικαιούχοι του νέου νομίσματος θα είναι όλα τα άτομα και οι επιχειρήσεις, οι οποίοι ζουν ή έχουν την έδρα τους στη Γερμανία. Έως εκείνη τη στιγμή, όπου θα τυπωθούν και θα κυκλοφορήσουν τα νέα χαρτονομίσματα, θα απαιτηθούν τουλάχιστον δώδεκα μήνες – ενώ μέχρι τότε, θα χρησιμοποιούνται τα σφραγισμένα χαρτονομίσματα σαν μέσο ανταλλαγής. Θα θεωρούνται λοιπόν ως μάρκα, παρά το ότι θα πρόκειται για σφραγισμένα ευρώ.
Σύμφωνα πάντοτε με το σενάριο, το νέο νόμισμα (μάρκο) θα ανατιμηθεί απέναντι στο ευρώ κατά 25%. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγικές επιχειρήσεις – επίσης την περιουσία των Γερμανών στο εξωτερικό (ανοιχτές απαιτήσεις των επιχειρήσεων κλπ.), η οποία θα παραμείνει σε Ευρώ. Η συγκεκριμένη ζημία, η οποία υπολογίζεται στα 225 δισ. ευρώ, θα επιβαρύνει κυρίως τις τράπεζες, καθώς επίσης τις ασφαλιστικές εταιρείες – ενώ η συνολική ζημία της γερμανικής οικονομίας θα πλησιάσει τα 340 δισ. ευρώ (14% του ΑΕΠ), χωρίς όμως να συμπεριληφθεί το πρόβλημα του Target2 (495 δισ. ευρώ).
Εν τούτοις, η παραμονή της Γερμανίας στην ευρωζώνη θα κόστιζε πολύ περισσότερο – περί τα 80 δισ. ευρώ ετήσια, σύμφωνα με το σενάριο.
Από την άλλη πλευρά τώρα, η ανατίμηση του μάρκου κατά 25% θα μείωνε το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, κατά το αντίστοιχο ποσοστό – αφού τα χρέη θα παρέμεναν σε ευρώ, επειδή κάτι τέτοιο θα συνέφερε τη Γερμανία (αντίθετα, θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα).
Ο τελικός λογαριασμός λοιπόν θα ήταν προς όφελος της Γερμανίας – η οποία φοβάται μόνο την απομόνωση, αφού θεωρεί ότι η εξαγωγική της βιομηχανία είναι πλέον άνετα σε θέση να ανταπεξέλθει με την ανατίμηση (έχοντας προετοιμασθεί μεθοδικά, μετά την είσοδο της στην ευρωζώνη).
Η Ελλάδα
Ουσιαστικά, αφού πέρασαν ανεκμετάλλευτα τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης, δεν πιστεύει πλέον κανένας ότι, η Ελλάδα είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με τα οικονομικά της προβλήματα – παρά το ότι θα μπορούσε σχετικά εύκολα να το επιτύχει.
Περαιτέρω, η διαγραφή χρέους με τη συμφωνία των δανειστών, την οποία έχουμε χαρακτηρίσει ως Πύρρειο Χρεοκοπία, δεν φαίνεται να είναι σίγουρη – αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχει απόφαση, χωρίς να έχει καθορισθεί το Δίκαιο και το επιτόκιο. Ακόμη όμως και να ήταν, δεν πρόκειται να οδηγήσει την Ελλάδα στην έξοδο από την κρίση, πόσο μάλλον αφού θα αποτύχει στους στόχους του τόσο ο προϋπολογισμός του 2011, όσο και ο επόμενος.
Εκτός αυτού, το νέο δάνειο, απαραίτητο για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων ομολόγων του Μαρτίου, εξαρτάται από την επιτυχία της διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες – η οποία δεν φαίνεται να είναι τόσο σίγουρη (εάν δεν δοθούν μεγάλες εγγυήσεις, εις βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας, καθώς επίσης εάν δεν αποδεχθούμε ασύμφορα επιτόκια).
Εάν λοιπόν δεν προηγηθεί άμεσα υπεύθυνη αναδιαπραγμάτευση του χρέους (επιμήκυνση πληρωμών), με επιτόκιο ίσο με αυτό της ΕΚΤ, καθώς επίσης ανάπτυξη, είναι αδύνατον να υπάρξει μέλλον για τη χώρα μας – ενώ είναι επίσης αδύνατον εντός της ευρωζώνης, εάν δεν «συνετισθεί» η Γερμανία, εάν δεν ενεργοποιηθεί η ΕΚΤ, καθώς επίσης εάν δεν εκδοθούν ευρωομόλογα.
Επομένως, η Ελλάδα κινδυνεύει να υποχρεωθεί στην εθελούσια έξοδο της από την ευρωζώνη – ενώ δεν φαίνεται να προετοιμάζει εναλλακτικά σενάρια, όπως αυτό του δολαρίου.
Κατ’ επέκταση, θεωρούμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε περιληπτικά τι θα σήμαινε μία τέτοια έξοδος και τι θα έπρεπε να προσέξει κανείς – σημειώνοντας ότι, η έγκαιρη στάση πληρωμών πριν από την αναγκαστική χρεοκοπία, θα ήταν ίσως η καλύτερη λύση (αφού έχουμε την άποψη ότι, η υιοθέτηση της δραχμής θα οδηγούσε σε μία ανεξέλεγκτη πτώχευση, η οποία θα κόστιζε πολλαπλά στη χώρα μας).
Το σενάριο της δραχμής
Σύμφωνα με μελέτες, η έξοδος από την ευρωζώνη δημιουργεί προβλήματα σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα: στο διαδικαστικό, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και στο πολιτικό.
(α) Ήδη το διαδικαστικό επίπεδο της ελεγχόμενης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, θεωρείται εξαιρετικά περιπετειώδες – κατά πολλούς, ένας τρομακτικός εφιάλτης: οι Ισολογισμοί των επιχειρήσεων πρέπει να μετατραπούν στο νέο νόμισμα, όπως επίσης οι συντάξεις, οι ασφάλειες ζωής, οι υποθήκες, τα χρέη των πιστωτικών καρτών, οι λογαριασμοί, οι μεταχρονολογημένες επιταγές (τις οποίες μάλλον θα πάψουν να προεξοφλούν οι τράπεζες λίγους μήνες πριν, επικαλούμενες άλλες «δικαιολογίες»), οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι τιμοκατάλογοι, τα παρκόμετρα κοκ.
Η πλέον προβληματική παράμετρος θα ήταν τα εξωτερικά χρέη των επιχειρήσεων της χώρας, η οποία εγκαταλείπει το κοινό νόμισμα. Εάν μετέτρεπε κανείς τα χρέη στο νέο νόμισμα, στη δραχμή δηλαδή, σε μία συναλλαγματική ισοτιμία που θα καθοριζόταν ελεύθερα από το Κοινοβούλιο, η αναμενόμενη υποτίμηση θα οδηγούσε σε μία μερική «στάση πληρωμών» των περισσοτέρων επιχειρήσεων – αφού θα περίμεναν να υποτιμηθεί η δραχμή, πριν αποφασίσουν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Αντίθετα, εάν τα χρέη παρέμεναν σε ευρώ, τότε οι περισσότεροι οφειλέτες, κυρίως οι επιχειρήσεις, θα οδηγούνταν στη χρεοκοπία – αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν με τις συναλλαγματικά αυξημένες υποχρεώσεις τους.
Τα ίδια προβλήματα θα αντιμετώπιζαν και οι ξένες επιχειρήσεις ή οι ιδιώτες, σε σχέση με τις καταθέσεις τους στις τράπεζες του εσωτερικού.
Σε γενικές γραμμές πάντως, η δραχμή θα ήταν εις βάρος των δανειστών (του δημοσίου επίσης, αφού το 94% του χρέους είναι σε εθνικό Δίκαιο) και προς όφελος των οφειλετών, αφού τα χρέη τους θα μειωνόντουσαν, ανάλογα με την υποτίμηση που θα ακολουθούσε – ενώ τα περιουσιακά στοιχεία και οι αμοιβές τους θα «ακολουθούσαν» την υποτίμηση, αυξανόμενα ανάλογα.
Συνεχίζοντας, η αλλαγή στη δραχμή θα έπρεπε να συμβεί ξαφνικά – ενδεχομένως μία Δευτέρα, η οποία θα ήταν εθνική αργία, έτσι ώστε να είναι κλειστές οι τράπεζες. Η αιτία είναι το ότι, το μεγαλύτερο πρόβλημα της εισαγωγής ενός νέου νομίσματος, το οποίο συνήθως υποτιμάται ραγδαία, είναι η βιαστική, μαζική «απόδραση» των κεφαλαίων.
Εάν δηλαδή γνωρίζουν οι Πολίτες ότι θα αλλάξει το νόμισμα, φοβούμενοι εύλογα ότι η αγοραστική αξία των αποταμιεύσεων τους θα μειωθεί δραματικά, τότε αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις τους, με στόχο να τις επενδύσουν είτε σε ξένο συνάλλαγμα (δολάρια κλπ.), είτε σε εμπράγματες αξίες – κτίρια, οικόπεδα κλπ. (ίσως οφείλει να σημειωθεί εδώ ότι, σε περίπτωση αλλαγής του νομίσματος, τα διατηρούμενα σε τραπεζικές θυρίδες ευρώ μάλλον δεν θα προστατεύονταν – αφού πιθανότατα θα ανοίγονταν υποχρεωτικά οι θυρίδες, παρουσία εκπροσώπων του δημοσίου.
Η αλλαγή δε, όπως στην περίπτωση του μάρκου, δεν προϋποθέτει χρόνο εκτύπωσης νέων νομισμάτων – αφού αρχικά χρησιμοποιούνται τα παλαιότερα, «μαγνητιζόμενα» στα καινούργια).
Οι μαζικές όμως αναλήψεις οδηγούν αναπόφευκτα στην κατάρρευση τόσο του τραπεζικού συστήματος, όσο και των επενδύσεων στο εσωτερικό της χώρας – γεγονότα που ήδη συμβαίνουν στην Ελλάδα, αν και σε σχετικά περιορισμένη έκταση. Επομένως, με στόχο την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων, η εισαγωγή του νέου νομίσματος γίνεται συνήθως ξαφνικά, απροειδοποίητα και μέσα σε μία νύχτα – ενώ τόσο οι τράπεζες, όσο και τα χρηματιστήρια παραμένουν κλειστά την επόμενη ημέρα, εάν κριθεί σκόπιμο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αποφευχθεί η «σοκαριστική» κατάρρευση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νέου νομίσματος.
Η φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα της εισαγωγής ενός νέου νομίσματος – αφού η μαζική τοποθέτηση κεφαλαίων σε ακίνητα ή σε χρυσό, έτσι ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αγοραστικής τους αξίας, περιορίζει σημαντικά την παραγωγικότητα της χώρας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ δημιουργεί υπερβολές (φούσκες), οι οποίες προκαλούν μεγάλες ζημίες στην οικονομία της.
Ίσως λοιπόν να μην είναι τόσο παράδοξη η συνεχιζόμενη ύφεση στη χώρα μας, παράλληλα με την περιορισμένη μείωση των τιμών των ακινήτων – αφού ο φόβος της επιστροφής στη δραχμή, ο οποίος είναι διάχυτος από πολλούς μήνες, έχει ακριβώς αυτές τις συνέπειες.
(β) Περαιτέρω, η δραστική υποτίμηση του νέου νομίσματος έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες – αφού οδηγεί σε μία άδικη αναδιανομή εισοδημάτων, προς όφελος αυτών που διαθέτουν περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό ή άλλου είδους εμπράγματα περιουσιακά στοιχεία και εις βάρος αυτών που έχουν καταθέσεις στο εσωτερικό, των μισθωτών και των συνταξιούχων.
Για παράδειγμα, οι ιδιοκτήτες ασφαλειών ζωής ή άλλων συνταξιοδοτικών προγραμμάτων ευρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, σε σχέση με τους κατόχους ακινήτων – αφού η αγοραστική αξία των χρημάτων περιορίζεται, ενώ η τιμή πώλησης των ακινήτων αυξάνεται, ανάλογα με την υποτίμηση του νέου νομίσματος.
Το γεγονός αυτό αντιμετωπίζεται συνήθως από τα κράτη, με την ψήφιση μεγαλύτερων φόρων στην ακίνητη περιουσία (η ομοιότητα με τη χώρα μας εδώ προκαλεί απορίες), έτσι ώστε αφενός μεν να επιβαρύνεται ανάλογα με τις αποταμιεύσεις σε μετρητά, αφετέρου να αυξάνονται τα έσοδα του δημοσίου – μία αύξηση απαραίτητη, έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε περίπτωση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, με την ενίσχυση των τραπεζικών κεφαλαίων.
(γ) Στο σημείο αυτό εμφανίζεται η οικονομική διάσταση του προβλήματος: Η έξοδος από την ευρωζώνη, η οποία συνοδεύεται από την υποτίμηση του νέου νομίσματος, έχει νόημα μόνο με τη βοήθεια της ελεγχόμενης χρεοκοπίας – με τη μεγάλη διαγραφή χρέους δηλαδή, αφού διαφορετικά δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες και το κόστος.
(δ) Τέλος, η πολιτική διάσταση έχει άμεση σχέση με τις κοινωνικές αναταραχές, οι οποίες προκαλούνται από τη ραγδαία μείωση του βιοτικού επιπέδου της χώρας που εξέρχεται από το ευρώ – αφού μία υποτίμηση της τάξης του 50% έχει σαν αποτέλεσμα μία ανάλογη μείωση του ΑΕΠ, των μισθών, των συντάξεων, καθώς επίσης πολλών άλλων αξιών.
Για να τις αποφύγει η χώρα που εγκαταλείπει την Ευρωζώνη είναι απαραίτητη η παροχή βοήθειας από όλες τις υπόλοιπες – έτσι ώστε να επανέλθει γρήγορα η οικονομία της. Επίσης, η πολιτική ηγεσία της από μία διακομματική κυβέρνηση, η οποία να μπορεί να χειρισθεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας της, έτσι ώστε να μην επαναστατήσει.
Συνεχίζοντας, η απειλή διάχυσης της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες, οι Πολίτες των οποίων θα προσπαθήσουν να προστατευθούν από ανάλογες καταστάσεις, είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί – ένα γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, η έξοδος της Γερμανίας από τηνεΕυρωζώνη θα ήταν πολύ λιγότερο προβληματική για τους ευρωπαίους, από την έξοδο της Ελλάδας.
Τέλος θεωρείται ότι, η έξοδος της Γερμανίας δεν θα δημιουργούσε φόβους διάλυσης στις υπόλοιπες χώρες, θα διευκόλυνε την δραστηριοποίηση της ΕΚΤ, καθώς επίσης την έκδοση ευρωομολόγων, θα ηρεμούσε τις αγορές και θα επανάφερε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη – η οποία αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ευρωζώνης.
Πηγή: sofokleous10.gr