Εμφανείς είναι οι επιπτώσεις της κρίσης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και στη σύνδεσή της με την αγορά εργασίας, σύμφωνα με έρευνα που παρουσίασε σήμερα, Τετάρτη, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία, για τους απόφοιτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το 2011 και έπειτα, η πραγματικότητα είναι αρκετά δύσκολη, με το 36% των αποφοίτων να είναι άνεργοι. Παράλληλα, σε σχέση με τους αποφοίτους παλαιότερων ετών, παρουσιάζεται αυξημένο το ποσοστό προσωρινής ή μερικής απασχόλησης, και, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, το 57% των εργαζομένων που απέκτησαν πτυχίο μετά το 2011 λαμβάνουν μισθό 400-800 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί παράλληλα με τα παραπάνω, ότι ο αριθμός των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, σχεδόν διπλασιάστηκε το 2016 σε σχέση με το 2000.
Γενικά, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ο μέσος όρος της ΕΕ των 28 πλησιάζει το 80%, ενώ ο ελληνικός μέσος όρος κινείται στο επίπεδο του 65% (στοιχεία 2016).
Για το 2016, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στα άτομα με μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση και με απολυτήριο γυμνασίου. Στα άτομα με πανεπιστημιακή ή τεχνολογική εκπαίδευση, το ποσοστό ανεργίας, την ίδια χρονιά, αυξήθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, από 7%, που ήταν το 2009 σε 18%.
Ωστόσο, «δεν είναι όλα μαύρα», όπως σχολίασε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ειδικά στις δημοσιεύσεις, αλλά και σχετικά με το υψηλής ποιότητας προσωπικό στην τριτοβάθμια». Πράγματι, σύμφωνα με όσα δείχνουν τα στοιχεία, η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης σε έρευνα στα ΑΕΙ παγκοσμίως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία 2015, ενώ παράλληλα, καταγράφεται μία συνεχόμενη άνοδος του αριθμού αναφορών δημοσιεύσεων, με ταχύτερο ρυθμό μάλιστα από τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, παρά την έντονη παρουσία των Ελλήνων ερευνητών στο διεθνές γίγνεσθαι, παρατηρείται μία υστέρηση στη διασύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας με την αγορά.
Ακόμη, αναφορικά με το πού κατευθύνονται οι απόφοιτοι στην αγορά εργασίας, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εργάζονται σε κλάδους των υπηρεσιών. Ο κλάδος της «Εκπαίδευσης» απορροφά το μεγαλύτερο αριθμό (20,7% το 2016, έναντι 22,6% το 2008) και ιδιαίτερα μεταξύ των αποφοίτων των πανεπιστημίων όπου απασχολείται το ένα τέταρτο περίπου του συνόλου. Δεύτερη έρχεται η κατηγορία της Δημόσιας Διοίκησης και Άμυνας, που οι απασχολούμενοι στον κλάδο αυτό το 2016 αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 13,4% του συνόλου των απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυτά διαφέρουν από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος καταγράφει ποσοστό 16% στην Εκπαίδευση και 9% στη Δημόσια Διοίκηση-Άμυνα.
Η έρευνα, όπως ανέφερε ο κ. Βέττας έχει σκοπό μεν την καταγραφή της τωρινής κατάστασης, αλλά και να δοθεί έναυσμα για περαιτέρω ανάπτυξη της τριτοβάθμιας. Έτσι, συμπερασματικά, προτείνεται η «βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας επένδυσης στην ανώτατη εκπαίδευση», με εξορθολογισμό του συνολικού μεγέθους και της περιφερειακής διάρθρωσης του συστήματος, καθώς και η βελτίωση της σύνδεσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα, με «αλλαγή έμφασης και προσανατολισμού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, σε συνεργασία με εγχώριες και διεθνείς επιχειρήσεις». Τέλος, προτείνεται και η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης «με εξωστρέφεια, διεθνοποίηση και αξιοποίηση της περιουσίας τους και των νέων τεχνολογιών».