Πολλοί λένε ότι μια γυναίκα είναι αυτή που κρύβεται πίσω από την επιτυχία ενός άνδρα… Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι ισχύει απόλυτα στην περίπτωση της Apivita, της εταιρείας φυσικών καλλυντικών που γεννήθηκε με την ιδέα μιας γυναίκας και πλέον πέρασε σε ισπανικά χέρια.
Η ιστορία επιτυχίας της Apivita, το όνομα της οποίας προέρχεται από τις λέξεις «apis» που σημαίνει μέλισσα και «vita» που σημαίνει ζωή, ξεκινάει το 1972. Τότε που η Νίκη Κουτσιανά συνάντησε για πρώτη φορά τον σημερινό σύζυγό της.
Στα 19 της χρόνια, πήγε στο μικρό φαρμακείο του Νίκου Κουτσιανά ως εκπαιδευόμενη, καθώς ήταν πρωτοετής φοιτήτρια της Φαρμακευτικής.
Το μαγικό ταξίδι ξεκίνησε… «Όταν ερωτεύεσαι, όλα είναι μαγικά», έλεγε η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της στο BBC. «Ερωτεύτηκα το Νίκο», αποκάλυψε και ταυτόχρονα αγάπησε και τα μελίσσια που είχε η οικογένειά του.
Αυτή η 19χρονη κοπέλα ήταν που εντόπισε μία μεγάλη επιχειρηματική ευκαιρία που πήρε σάρκα και οστά το 1979 και τελικά εξελίχθηκε σε μία μεγάλη εταιρεία με παρουσία πλέον μέσω των προϊόντων της σε δεκαπέντε χώρες, όπως στην Ισπανία, Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ, Αμερική, Κύπρο, Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Ολλανδία.
Την έμπνευση της συζύγου του εντοπίζει και ο Νίκος Κουτσινάς. «Συνειδητοποίησε τι μπορούσαμε να κάνουμε με τη δύναμη της φύσης, των φυτών και των μελισσοκομικών προϊόντων», λέει ο κ. Κουτσιανάς.
Για τον ίδιο το συστατικό κλειδί ήταν η πρόπολη, η φυσική ρητίνη που συλλέγουν οι μέλισσες από τους κορμούς του δέντρου και τη χρησιμοποιούν για να προστατεύουν και να συντηρούν την κυψέλη. Τη συνδύαζε με βότανα για να φτιάξει φυσικά προϊόντα για το δέρμα και τα μαλλιά, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε τις εμπορικές δυνατότητες.
«Αν δεν ήταν η Νίκη, ποτέ δεν θα είχα προχωρήσει στη δημιουργία μίας επιχείρησης γιατί ασχολούμουν με τη φιλοσοφική πλευρά αυτού που έκανα», παραδέχεται.
Η Νίκη Κουτσιανά λοιπόν είχε την ιδέα του πρώτου προϊόντος, ένα μαύρο αντιβακτηριδιακό σαπούνι που συνδύαζε την πρόπολη με το θυμάρι.
Για να κάνει τα βήματά της η επιχείρηση, εκείνη ανέλαβε το ρόλο της πωλήτριας πόρτα-πόρτα, γυρίζοντας όλα τα φαρμακεία με ένα ξύλινο κουτί με σαπούνια.
Η διαδικασία αποδείχθηκε δύσκολη. Στη δεκαετία του ’70, οι Ελληνες καταναλωτές λαχταρούσαν την πολυτέλεια των ξένων εταιρειών, ενώ τα φυσικά προϊόντα δεν τα είχαν καν ακούσει. «Κανείς τότε δεν μιλούσε για φυτικά προϊόντα» λέει η Νίκη. Αλλά το ζευγάρι επέμεινε και ο αριθμός των φαρμακείων που δέχονταν να πουλάνε τα προϊόντα τους ολοένα και αυξάνονταν. «Τελικά, πουλήσαμε αυτό που δεν μπορούσε να πουληθεί» έλεγε η Νίκη Κουτσιανά, περιγράφοντας την έναρξη της επιχειρηματικής πορείας της Apivita, η οποία είχε ως αφετηρία ένα μικρό αθηναϊκό φαρμακείο.
«Προσπαθούσαμε να πουλήσουμε το απούλητο, όχι μόνο επειδή το σαπούνι μας ήταν μαύρο και χωρίς άρωμα, αλλά και γιατί ήταν ακριβό και διότι δεν πίστευε κανείς σε αυτά τότε, ούτε στην Ελλάδα ούτε παγκόσμια. Εγώ πήρα το κασελάκι εκείνο και άρχισα να τα πουλάω», έλεγε.
Η πραγματική άνθιση όμως ήρθε όταν αποφάσισαν να τα εξάγουν. Στο εξωτερικό, αποφάσισαν να επεκταθούν πέρα από τα φαρμακεία και να ανοίξουν δικά τους καταστήματα. Ξεκίνησαν από την Ισπανία και σιγά- σιγά προχώρησαν, με τα προϊόντα τους τώρα να εξάγονται σε 15 χώρες.
Μέχρι και σήμερα η εταιρεία αρνήθηκε πεισματικά να ανοίξει εργοστάσιο σε άλλη βαλκανική χώρα, ενώ επένδυσε μέσα στην κρίση σε εγκαταστάσεις στην Αττική.
Το who is who του Νίκου και της Νίκης Κουτσιανά
Ο κ. Κουτσιανάς γεννήθηκε το 1946 στα Γαβράκια Φθιώτιδος και σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και επί σειρά ετών παρακολούθησε σεμινάρια Marketing και Management στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η Apivita έχει κερδίσει πολλά βραβεία επιχειρηματικότητας για τα προίόντα της.
Και οι δύο τους παραδέχονται πως είναι μεγάλη πρόκληση να δουλεύει μαζί ένα παντρεμένο ζευγάρι. Για αυτό πάντα είχαν ξεκάθαρους και διαχωρισμένους ρόλους στην επιχείρηση. Εκείνος φροντίζει τη φιλοσοφία και ασχολείται με τη δημιουργία των προϊόντων, ενώ εκείνη έχει αναλάβει το εμπορικό κομμάτι.
Η Νίκη Κουτσιανά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρίπολη. Είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής Αθηνών.
Η ώρα της πώλησης στους Ισπανούς
Πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε ότι η Apivita περνάει στην ισπανική Puig.
Η Apivita με επίσημη ανακοίνωσή της επιβεβαίωσε την είσοδο του ισπανικού ομίλου στο μετοχικό της κεφάλαιο ως πλειοψηφούντος μετόχου, η οποία θα πραγματοποιηθεί μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, γεγονός που θα ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια. Με αυτή την «ένεση ρευστότητας» η Apivita θα μπορέσει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις παραγωγικές και ερευνητικές δυνατότητες των εγκαταστάσεών της στο Μαρκόπουλο Αττικής, η λειτουργία των οποίων, όπως διαβεβαιώνει η εταιρεία, θα συνεχιστεί κανονικά, ενώ μέσω των ευκαιριών που παρέχει η συμμετοχή σε έναν όμιλο αυτού του μεγέθους αναμένεται περαιτέρω ανάπτυξή της.
Η οικογένεια Κουτσιανά που ίδρυσε την Apivita και αποτελεί μέχρι σήμερα τον βασικό μέτοχο της εταιρείας θα κατέχει την καταστατική μειοψηφία (ποσοστό δηλαδή 33,33%), ενώ ο κ. Νίκος Κουτσιανάς, μέχρι τώρα διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας θα αναλάβει και το αξίωμα του προέδρου. Το πώς θα διαμορφωθούν ακριβώς τα τελικά ποσοστά συμμετοχής θα εξαρτηθεί και από τη στάση των μικρομετόχων.
Το 2015 οι πωλήσεις της Apivita, σύμφωνα με τον δημοσιευμένο ισολογισμό της ανήλθαν σε 28,76 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας κάμψη 7,03% σε σχέση με το 2014, ενώ έκλεισε το έτος με κέρδη προ φόρων 295.519 ευρώ.
Πώς τελικά η Apivita κατέληξε στην Puig; «Σημαντικό κριτήριο στην επιλογή της από πλευράς της οικογένειας Κουτσιανά αποτέλεσε το γεγονός ότι παρά το μεγάλο μέγεθός της και την παγκόσμια παρουσία της, η Puig παραμένει κατά βάση μια οικογενειακού χαρακτήρα και ιδιοκτησίας εταιρεία», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση.
Η Puig ιδρύθηκε από τον Αντόνιο Πούιγκ το 1914 και τώρα το τιμόνι έχει η τρίτη γενιά. Εδρεύει στη Βαρκελώνη, διαθέτει τρία εργοστάσια στην Ισπανία και ένα στη Γαλλία και κατέχει πολύ γνωστά σήματα στον κλάδο των αρωμάτων (Carolina Herrera, Nina Ricci, Paco Rabanne, Jean Paul Gaultier), τα πολυτελή καταστήματα αρωμάτων Penhaligon’s και L’Artisan Parfumeur, καθώς και άδεια για την παραγωγή των αρωμάτων Prada, Valentino και Comme des Garçons. Τα προϊόντα της πωλούνται σε πάνω από 150 χώρες σε όλο τον κόσμο και έχει 22 θυγατρικές εταιρείες παγκοσμίως.