Τα περιθώρια και οι ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρηματικών σχέσεων, με όχημα την αυτοδιοικητική και επιμελητηριακή συνεργασία είναι πολλά, είπε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος στην 6η Ελληνογερμανική συνέλευση (Ίδρυμα Konrad Adenauer) στο Ναύπλιο.
Όπως σημείωσε ο κ. Μίχαλος, «η ίδρυση της Ελληνογερμανικής συνέλευσης το 2010 υπήρξε ορόσημο στην ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των τοπικών και των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών. Ήταν μια κίνηση ενάντια στις εκατέρωθεν προκαταλήψεις, στην αμοιβαία δυσπιστία και στην αναπαραγωγή στερεοτύπων που δεν τιμούν κανέναν. Μια κίνηση που δείχνει ευρύτερα το δρόμο της τοπικής και περιφερειακής συνεργασίας, ως μέσο για την προώθηση της συνοχής και της ευημερίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Πέραν της μεταφοράς τεχνογνωσίας, συνέχισε ο κ. Μίχαλος, ένας σημαντικός στόχος της Ελληνογερμανικής συνέλευσης είναι και η προώθηση της επιχειρηματικής συνεργασίας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν γεννηθεί ήδη θετικές πρωτοβουλίες και δράσεις όπως προγράμματα συνεργασίας στον τουρισμό και εξειδικευμένα προγράμματα χρηματοδότησης μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της επενδυτικής τράπεζας KfW.
Σε ό,τι αφορά στις ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη των επιχειρηματικών σχέσεων, με όχημα την αυτοδιοικητική και επιμελητηριακή συνεργασία, ο κ. Μίχαλος ανέφερε ως παράδειγμα τις συμπράξεις στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, τις επενδυτικές ευκαιρίες για γερμανικές εταιρείες σε τομείς όπως ο οικοτουρισμός, οι ΑΠΕ και η πράσινη γεωργία αλλά και ευκαιρίες στρατηγικών συμπράξεων, σε θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων των δήμων, όπως είναι η διαχείριση των απορριμμάτων και η αξιοποίηση της δημοτικής ακίνητης περιουσίας.
Στη συνέχεια ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε τα εξής: «Στο θέμα αυτό γνωρίζετε ότι υπήρχαν και θα υπάρχουν αντιδράσεις, από μερίδα των τοπικών κοινωνιών. Πρόκειται για την κυριότερη έκφανση μιας στρεβλής αντίληψης, η οποία θεωρεί την ιδιωτική πρωτοβουλία ως εκ φύσεως εχθρική προς το δημόσιο συμφέρον.
Η ιδέα αυτή, στην οποία παγιδεύονται συχνά οι τοπικές κοινωνίες, κρύβει μια μεγάλη αλήθεια. Ότι αυτό που πραγματικά βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, είναι η απαξίωση της δημόσιας περιουσίας. Είναι το να εγκαταλείπονται ακίνητα και εγκαταστάσεις, που οι Δήμοι δεν έχουν τους πόρους να αναπτύξουν ή να συντηρήσουν.
Είναι το να στερούμε από τις τοπικές κοινωνίες έσοδα, ευκαιρίες και θέσεις εργασίας, αντί να αξιοποιούμε τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητές τους.
Εχθρικό προς το δημόσιο συμφέρον είναι το να υποβαθμίζεται διαρκώς η ποιότητα των υπηρεσιών προς τον πολίτη. Είναι το να πασχίζουν οι δήμοι, με ανύπαρκτους πόρους και προσωπικό, να καλύψουν ένα όλο και μεγαλύτερο φάσμα υπηρεσιών.
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, τα ζητήματα αυτά έχουν αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό και συνεννόηση. Έχουν βρεθεί λύσεις, έχουν βρεθεί σχήματα συνεργασίας και συμπράξεων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα. Έχουν αποδοθεί οι ρόλοι που αρμόζουν σε κάθε πλευρά.
Έχουν υλοποιηθεί επενδύσεις, έχουν αναπτυχθεί καινοτομίες και τεχνολογικές λύσεις που έχουν άμεσο αντίκρισμα στην οικονομία, στην απασχόληση, αλλά και στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Μέσω της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης και συνεργασίας, έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δήμοι, περιφέρειες και επιμελητήρια».
Τέλος ο κ. Μίχαλος αναφέρθηκε στην πορεία της οικονομίας και επεσήμανε ότι οι εταίροι και πιστωτές της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, οφείλουν να κατανοήσουν ότι η προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, περνάει μέσα από δύο κρίσιμες προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι η ρύθμιση της βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα επιδράσει καθοριστικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας προς τη χώρα. Θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και θα συμβάλει στην ενίσχυση των επενδυτικών ροών.
Δεύτερο, εξίσου σημαντική προϋπόθεση είναι η αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, με στόχο τη μείωση της φορολογίας.
Όπως είπε, η Ελλάδα χρειάζεται ένα φορολογικό περιβάλλον το οποίο θα επιτρέπει την επιβίωση και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. «Χρειάζεται φορολογικό περιβάλλον και συντελεστές, οι οποίοι θα είναι ανταγωνιστικοί σε σχέση με τις γειτονικές χώρες. Θα είναι κατάλληλοι ώστε να προσελκύουν και όχι να αποθαρρύνουν και να διώχνουν δυνητικούς επενδυτές» κατέληξε ο πρόεδρος.