Στο οικονομικό και πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αναφέρεται, με την συνέντευξή του αυτή προς το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Ιταλός αναλυτής και οικονομολόγος Τζούλιο Σαπέλι. Σχολιαστής της εφημερίδας Il Messagero και καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου, ο Σαπέλι θεωρεί ότι δεν πρέπει να ασκηθεί υπερβολική πίεση στη Βρετανία σε σχέση με την διαδικασία εξόδου της από την Ένωση.
«Πρέπει να δράσουμε ορθά και να σεβαστούμε το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο δίνει στην Βρετανία όλο τον χρόνο που χρειάζεται για να εξέλθει της Ένωσης. Το κύριο θέμα θεωρώ ότι είναι να αποφασίσει η Ένωση, αν θέλει να ανανεώσει τις εμπορικές συνθήκες. Η πιο απλή οδός -πιστεύω- είναι να υιοθετήσουμε το μοντέλο του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου και να το εφαρμόσουμε στην περίπτωση αυτή, στην σχέση της Ένωσης με την Μεγάλη Βρετανία», τονίζει ο Σαπέλι.
Σε σχέση με τις επιπτώσεις του Βrexit σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, ο Ιταλός αναλυτής προσθέτει:
«Θεωρώ ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το δημόσιο χρέος της χώρας μου- αυτό κάθε αυτό- αλλά το ενδεχόμενο κερδοσκοπίας επί των ομολόγων του ιταλικού δημοσίου με μαζικές πωλήσεις. Σήμερα, όμως, στα χρηματιστήρια δεν παρατηρούμε την πτώση που είχαμε χθες. Οι αγορές είχαν επενδύσει σε παραγωγικά βρετανικά επενδυτικά αγαθά, θεωρώντας ότι δεν θα είχαμε Brexit. Tώρα όμως προσανατολίσθηκαν αμέσως προς ευρωπαϊκά επενδυτικά αγαθά, αποφεύγοντας την εκτεταμένη κερδοσκοπία. Κάτι που οπωσδήποτε μειώνει τον συνολικό κίνδυνο».
Αναφορικά με την στάση του Βερολίνου, ο Τζούλιο Σαπέλι είναι άκρως επικριτικός σε σχέση με τις πρώτες γερμανικές κινήσεις και υπογραμμίζει:
«Και στην περίπτωση αυτή, η Γερμανία αφαιρεί κυριαρχία. Οι Γερμανοί θέλουν να ισχύσουν για το χρηματιστήριο του Λονδίνου οι κανόνες του καπιταλισμού της Ρηνανίας, με έλλειψη διαφάνειας. Δεν είναι τυχαίο ότι απέφυγαν το stress test επί των τοπικών γερμανικών τραπεζών. Και η στάση αυτή μπορεί να προκαλέσει σαφώς πιο σοβαρές ζημιές από το Brexit. Είναι κάτι που εξηγείται μόνον με μια βούληση υπερίσχυσης της γερμανικής τεχνοκρατίας εφ’ όλων των ευρωπαϊκών κρατών».
Όσο για το μέλλον της Ευρώπης, ο αναλυτής της εφημερίδας Il Messagero θεωρεί πως κύρια προτεραιότητα είναι η εξασφάλιση μιας νέας, ενιαίας κυριαρχίας. Πιο συγκεκριμένα, ο καθηγητής Iστορίας της Oικονομίας του πανεπιστημίου του Μιλάνου αναφέρει:
“Η Ευρώπη πρέπει να ακολουθήσει αυτό που είπε ο μεγάλος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης, ο Χέλμουτ Σμιτ: “η Γερμανία δεν πρέπει να καθίσει πάνω στην Ευρώπη, διότι διαφορετικά θα προβάλει το δαιμονικό πνεύμα της χώρας αυτής, το πνεύμα υπεροχής”. Η Γαλλία είναι πλέον μόνον σε θέση να ακολουθεί, είναι σε φθίνουσα πορεία και δεν ποντάρει πια στην Ευρώπη, αλλά στην κεντρική Αφρική. Η Ευρώπη έχει ανάγκη να ξαναβρεί μια κοινή διαχείριση κυριαρχίας. Αλλά πρέπει να ποντάρει όχι σε ένα ομόσπονδο μοντέλο, αλλά σε μια ένωση μελών με κοινό νόμισμα, στην οποία τα κράτη να έχουν ελευθερία στην κατάρτιση του προϋπολογισμού και να μπορούν και να πτωχεύουν. Ελπίζω να το καταλάβει και ο Ματέο Ρέντσι».
Τέλος, σε ερώτηση του ΑΜΠΕ αν πιστεύει ότι η Ενωμένη Ευρώπη έφτασε στο κρίσιμο σημείο στο οποίο βρίσκεται σήμερα, και εξαιτίας της λανθασμένης διαχείρισης της ελληνικής κρίσης, ο Τζούλιο Σαπέλι απάντησε:
«Θεωρώ πως όλοι θα πρέπει να θυμόμαστε για πολλά χρόνια την ωραιότατη φράση την οποία πρόφερε πέρυσι τον Ιούλιο ο Αλέξης Τσίπρας: αναφέρθηκε συμβολικά στην Αντιγόνη και στο δικαίωμά της να εξασφαλίσει ταφή για τον αδελφό της, βάσει του νόμου των θεών. Όποιος ακολουθεί τους κανόνες του ακραίου, γερμανικού φιλελευθερισμού (που στην πραγματικότητα δεν περιέχει τίποτα από την φιλελεύθερη πολιτική σκέψη ) και συναινεί στο να απαγορεύσει, μέσω του Συντάγματος, το δημόσιο χρέος, οδηγείται με βεβαιότητα σε κρίση. Δεν υπάρχει στην Ιστορία ένα σύστημα κρατών το οποίο να έχει υιοθετήσει ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και να έχει πετύχει την ανάπτυξη. Θα υπάρχει πάντα ένα ισχυρότερο και ένα ασθενέστερο κράτος. Πρέπει να επαναδιαπραγματευθούμε το όριο του 3% στην σχέση ελλείμματος- ΑΕΠ, το οποία δεν στέκει, αλλά και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Ένα Σύμφωνο που εγκρίθηκε εξαιτίας των γάλλων, γερμανών και ιταλών γραφειοκρατών, με την καταστρεπτική συμβολή του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού Μαριο Μόντι».