H Ευρώπη έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή πολιτικών για την ανάκαμψή της από τη διπλή ύφεση και τη βελτίωση της διαχείρισης της κρίσης, αλλά πολλά κατάλοιπα της κρίσης δεν έχουν αντιμετωπισθεί ακόμη και μεγάλα νέα προβλήματα έχουν εμφανισθεί, αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης θα διατηρηθεί στο 1,6% φέτος και θα αυξηθεί ελαφρά στο 1,7% το 2017, ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 10,2% από 10,8% πέρυσι και θα μειωθεί περαιτέρω στο 9,8% το 2017.
Η έκθεση συνιστά τη διατήρηση της πολύ χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και την περαιτέρω χαλάρωσή της, εφόσον καθυστερήσει σημαντικά η αύξηση του πληθωρισμού προς τον στόχο της κεντρικής τράπεζας (λίγο κάτω από το 2%). Συνιστά, επίσης, να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου «κόκκινων» τραπεζικών δανείων που αντιμετωπίζουν αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία μίας εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο δημοσιονομικό επίπεδο, ο ΟΟΣΑ προτείνει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις για να τονωθεί η ανάκαμψη, ενώ ζητά και ταχύτερη πρόοδο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης.
«Η πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική βοήθησε στη σταδιακή αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης τα δύο τελευταία χρόνια και συνέβαλε στη μείωση των εντάσεων στις αγορές κρατικών ομολόγων. Η επίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζήτηση έγινε σε γενικές γραμμές ουδέτερη. Σημαντικά στοιχεία της τραπεζικής ένωσης, τόσο αναφορικά με την εποπτεία όσο και με την εξυγίανση, έχουν τεθεί σε λειτουργία, βελτιώνοντας την αντοχή του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
«Ωστόσο», προσθέτει, «πολλά κατάλοιπα της κρίσης δεν έχουν ακόμη λυθεί και μεγάλα νέα προβλήματα έχουν αναδυθεί. Η ανεργία είναι ακόμη υψηλή σε πολλές χώρες, ο πληθωρισμός είναι κοντά στο μηδέν, πολύ κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ (λίγο κάτω από το 2%). Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι επενδύσεις είναι ακόμη χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2007, ιδιαίτερα στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, κυρίως λόγω της αδύναμης ζήτησης αλλά και του υψηλού επιπέδου μη εξυπηρετούμενων δανείων και, σε πολλές χώρες, του μεγάλου εταιρικού χρέους, που εμποδίζει τις πιστώσεις. Οι πολιτικές εντάσεις έχουν αυξηθεί πρόσφατα, λόγω των μεγάλων εισροών μεταναστών και έχουν ασκήσει πίεση στην ελεύθερη κυκλοφορία στη ζώνη της Σένγκεν. Η επανεισαγωγή συνοριακών ελέγχων σε ορισμένες χώρες της ζώνης του Σένγκεν αποτελεί πισωγύρισμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση».
Οι χώρες της Ευρωζώνης, που έχουν περιθώριο χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική στήριξη για να ενισχύσουν την ανάπτυξη. Στις χώρες με υψηλό χρέος και χαμηλή ανάπτυξη, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι η εφαρμογή του κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τη μείωση του χρέους δεν θα απειλήσει την ανάκαμψή τους, καθώς ο κανόνας αυτός μπορεί να απαιτεί μεγάλες δημοσιονομικές προσαρμογές, σημειώνει ο ΟΟΣΑ. Ο Οργανισμός συνιστά, επίσης, μεγαλύτερη περίοδο για τη μείωση υπερβολικών (πάνω από το 3% του ΑΕΠ) δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εάν οι χώρες εφαρμόζουν μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις πολιτικές δαπανών και φορολογίας, που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξη και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Από την ανακοίνωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2015, οι δείκτες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων αυξήθηκαν περίπου 20% και η σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ υποτιμήθηκε περίπου 10%, διαπιστώνει η έκθεση. «Επιπλέον, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων βοήθησε να μείνουν χαμηλά τα spreads των κρατικών ομολόγων στις χώρες της Περιφέρειας της Ευρωζώνης (παρά την κάποια νέα πίεση σχετικά με την Ελλάδα το 2015), κάτι που διευκολύνει την ανάκαμψη των χωρών αυτών», προσθέτει. «Η ΕΚΤ πρέπει να χαλαρώσει περαιτέρω (τη νομισματική πολιτική), εάν ο πληθωρισμός παραμείνει χαμηλότερος από τον στόχο για μεγαλύτερο του αναμενόμενου διάστημα, για παράδειγμα στην περίπτωση αρνητικών οικονομικών σοκ», τονίζεται.