Με ισχυρή δυναμική εξακολουθεί να πορεύεται ακόμα και μέσω οικονομικής κρίσης το κεράσι στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται και από τον αυξανόμενο αριθμό νέων φυτεύσεων ακόμα και στη Νότια Ελλάδα, αλλά και την Κρήτη, όπως επισήμανε μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο επίκουρος καθηγητής Δενδροκομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Αθανάσιος Μολασιώτης, και πρόσθεσε: «Η κερασοκαλλιέργεια εξακολουθεί να αποτελεί τον… αναδυόμενο αστέρα της ελληνικής δενδροκομίας».
Η παραγωγή κερασιών αποτελεί δυναμικό τομέα της Οικονομίας στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας (κυρίως για τους νομούς Πέλλας και Ημαθίας) «με το σημαντικότατο τμήμα των παραγόμενων φρούτων να εξάγονται, κυρίως σε Ρωσία (προ εμπάργκο εποχή), Μολδαβία και Λευκορωσία, βαλκανικές χώρες και άλλες της ΕΕ» υπογραμμίζει ο ίδιος.
Επιπλέον σημειώνει ότι στην Ελλάδα καλλιεργούνται σήμερα περισσότερα από 100.000 στρέμματα κερασιών, με την ετήσια παραγωγή, εξαρτώμενη από τις συνθήκες που θα επικρατήσουν, να ξεπερνάει ακόμα και τους 6Ο.000 χιλιάδες τόνους και τοποθετώντας έτσι την Ελλάδα «στην 11η θέση παραγωγής κερασιών στον κόσμο, με αυξητική τάση». Σύμφωνα με τον κ. Μολασιώτη, η μέση στρεμματική απόδοση στην Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλη παραλλακτικότητα, καθώς υπάρχουν κλασικοί οπωρώνες κερασιάς (σχετικά υψηλά δένδρα σε αραιές αποστάσεις φύτευσης), αλλά και πιο νέοι πυκνής φύτευσης με υψηλή παραγωγικότητα. Γενικά, «η μέση στρεμματική απόδοση είναι σχετικά χαμηλή, περίπου στα 600 κιλά, όμως, συνεχώς θα αυξάνει τα επόμενα έτη, καθώς νέοι οπωρώνες πυκνής φύτευσης θα μπαίνουν στην καρποφορία».
Απαντώντας σε ερώτηση για την τιμή του παραγωγού, ο κ. Μολασιώτης σημειώνει ότι αυτή είναι υψηλή, περίπου 1,50-2,00 ευρώ/κιλό και προσθέτει: «Yπάρχει μάλιστα και ένα ιδιότυπο “χρηματιστήριο” στις τιμές του κερασιού, καθώς αυτές στις πρώιμες ποικιλίες που συγκομίζονται στην Β. Ελλάδα εντός του Μάη, είναι ιδιαίτερα υψηλές και στη συνέχεια μειώνονται, καθώς ξεκινάει τον Ιούνιο η συγκομιδή των περισσότερων ποικιλιών κερασιάς».
Κέρδη στους παραγωγούς, αλλά υπό προϋποθέσεις
Ως ιδιαίτερα δυναμική επένδυση, χαρακτηρίζει την καλλιέργεια κερασιού ο κ. Μολασιώτης, προσεγγίζοντας το θέμα από την οικονομική του πλευρά, «κυρίως για τους οπωρώνες πυκνής φύτευσης». Στην περίπτωση αυτή βέβαια, όπως ομολογεί «το κόστος είναι υψηλό (πολλά δένδρα ανά στρέμμα, κόστος υποστύλωσης κτλ) και κυμαίνεται περίπου στα 2.000 ευρώ το στρέμμα».
Σπεύδει, πάντων, να επισημάνει ότι η απόσβεση μπορεί να επιτευχθεί, καθώς αφενός τα δένδρα μπαίνουν πιο γρήγορα στην καρποφορία και αφετέρου είναι πιο παραγωγικά. «Για παράδειγμα μπορούν να ξεπεράσουν τους δύο τόνους το στρέμμα» διευκρινίζει. Όμως, όπως υπογραμμίζει «η καλλιέργεια της κερασιάς αντιμετωπίζει σημαντικά τεχνικά προβλήματα, όπως η απρόβλεπτη παραγωγή εξαιτίας αντίξοων καιρικών συνθηκών (κυρίως κατά τη διάρκεια της άνθισης και της συγκομιδής), το υψηλό κόστος συγκομιδής, το πρόβλημα του σχισίματος των καρπών (ιδιαίτερα για τις πρωίμες ποικιλίες) εξαιτίας της βροχόπτωσης καθώς και της μετασυλλεκτικής ευπάθειας των κερασιών».
Προβλήματα και η ανάγκη διάσωσης του γενετικού υλικού
Σχετικά με τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην πράξη η ελληνική κερασοκαλλιέργεια, ο κ. Μολασιώτης σημειώνει ότι αυτά αφορούν: την ανεπάρκεια οργάνωσης και ελέγχου της παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού, την αδυναμία μηχανοποίησης της παραγωγής, την έλλειψη συστηματικής αξιολόγησης των υποκειμένων/ποικιλιών στις διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και ορισμένα άλλα προβλήματα που αφορούν τη συντήρηση, την εμπορία και τις εξαγωγές του προϊόντος.
Όπως εξηγεί, η γεωγραφική θέση, αλλά και η δενδροκομική δραστηριότητα στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, συντέλεσαν στη δημιουργία ενός αξιόλογου γενετικού υλικού κερασιών (τραγανά Εδέσσης, μπακιρτζέικα, Βασιλειάδη, Λεμονίδη, τσολακέικο κ.α). Ωστόσο, «το μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου γενετικού υλικού εκτοπίσθηκε σταδιακά από την παραγωγική διαδικασία ως λιγότερο ανταγωνιστικό».
Ως εκ τούτου, υπογραμμίζει την ανάγκη ή την «στρατηγική αξία» -όπως λέει- για τη διατήρηση και αξιολόγηση του εγχώριου γενετικού υλικού και ακολούθως «τη δημιουργία, με βάση αυτό, σύγχρονων ποικιλιών για πιο ανταγωνιστική ελληνική κερασοκαλλιέργεια».
Στο πλαίσιο αυτό τονίζει τη μεγάλη σημασία τής επένδυσης στην προσπάθεια δημιουργίας «brand name» της ελληνικής κερασοκαλλιέργειας στην επόμενη περίοδο. «Οι ποικιλίες κερασιών που χρησιμοποιούνται σήμερα από τους παραγωγούς, ξενικές στη συντριπτική τους πλειονότητα, δεν έχουν αξιολογηθεί ως προς την προσαρμοστικότητά τους στα διάφορα τοπικά μικροκλίματα της χώρας μας, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι παραγωγοί να υφίστανται ζημίες από τη λανθασμένη επιλογή μιας νέας μη δοκιμασμένης ποικιλίας στην περιοχή τους, ενώ και η ανταγωνιστικότητά τους είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς υπάρχουν ομοειδή προϊόντα από όλο τον κόσμο» λέει.
«Γίνονται βήματα προόδου, καθώς τόσο οι παραγωγικοί φορείς, όσο και η πολιτεία έχουν αντιληφθεί τη σημασία του προβλήματος και ευελπιστώ ότι μέσω της εθνικής και περιφερειακής στρατηγικής της έξυπνης εξειδίκευσης στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020, θα δοθεί η δυνατότητα για τη δημιουργία ενός μηχανισμού αναφοράς για την αξιολόγηση του γενετικού υλικού οπωροφόρων δένδρων γενικά και της κερασιάς ειδικότερα», προσθέτει.
Σημειώνεται ότι στο διάστημα 4-8 Απριλίου 2016 πρόκειται να πραγματοποιηθεί Παγκόσμιο Συνέδριο για το Κεράσι με τίτλο «Αειφορική διαχείριση και παραγωγή υψηλής ποιότητας κερασιών», στη Νάουσα και ειδικότερα στο Κέντρο Τεκμηρίωσης Βιομηχανικής Κληρονομιάς «Χρήστος Λαναράς» ΕΡΙΑ.
Θα συμμετάσχουν εκπρόσωποι από 35 συνολικά χώρες από την Ευρώπη, την Ασία, την Αμερική και την Ωκεανία. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, από: Αυστρία, Βέλγιο, Βοσνία, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρο, Τσεχία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ισραήλ, Ιταλία, Λιθουανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Τουρκία, Αγγλία.
Το συνέδριο συνδιοργανώνεται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και θα διεξαχθεί με την υποστήριξη της Ελληνικής Εταιρείας της Επιστήμης των Οπωροκηπευτικών και του δήμου Νάουσας.