Τον Οκτώβριο του 2015, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, παρατηρείται νέα μείωση στην παραγωγή ασφαλίστρων τόσο των ασφαλίσεων Ζωής (-18,1%) όσο και των ασφαλίσεων κατά Ζημιών (-13,5%). Ως συνέπεια αυτών, η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων (Ζωής και Ζημιών) του Οκτωβρίου παρουσιάζει αρνητική μεταβολή (-15,8%) ως προς τον Οκτώβριο του 2014, ενώ η πολύμηνη σωρευτική αύξηση που είχαν επιδείξει οι ασφαλίσεις Ζωής (αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2014) κορυφώθηκε τον Μάιο του 2015 και από τον Ιούνιο του 2015 βαίνει μειούμενη, έτσι πλέον από τον Οκτώβριο του 2015 αυτές καταγράφουν αρνητική μεταβολή (-0,8% αθροιστικά).
Αυτά προκύπτουν από επικαιροποίηση έρευνα της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος σχετικά με την παραγωγή ασφαλίστρων.
Σχετικά με τα στοιχεία των ασφαλίσεων Ζωής, επισημαίνονται ιδιαιτέρως τα εξής:
– Κατά τον Οκτώβριο του 2015, ο κλάδος ΙΙΙ (Ασφαλίσεων Ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις) συνέχισε να μειώνει την παραγωγή του (-31,6% έναντι του Οκτωβρίου 2014), φαινόμενο που ξεκίνησε να παρατηρείται τον Ιούλιο, λόγω των κεφαλαιακών ελέγχων, που, μεταξύ άλλων, δεν επέτρεψαν την έκδοση νέων συμβολαίων (ενιαίων ή περιοδικών ασφαλίστρων).
– Η παραπάνω καταγραφή στο μητρώο της παραγωγής ασφαλίστρων του κλάδου ΙΙΙ (287 εκατ. ευρώ στο δεκάμηνο), ακολουθεί τη συμβατική μέθοδο του Ελληνικού Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου, σύμφωνα με την οποία αθροίζονται στον ίδιο λογαριασμό η παραγωγή ασφαλίστρων περιοδικών καταβολών εντός του έτους με το σύνολο της παραγωγής ασφαλίστρων των εφάπαξ καταβολής συμβολαίων. Θεμελιώνεται θεωρητικά η προσέγγιση ότι «η μέση διάρκεια των συμβολαίων εφάπαξ καταβολής είναι δεκαετής», συνεπώς συνήθης πρακτική διεθνώς για την αποτίμηση της ετήσιας παραγωγής ασφαλίστρων των συμβολαίων του κλάδου ΙΙΙ είναι το άθροισμα της παραγωγής ασφαλίστρων των συμβολαίων περιοδικών καταβολών και του 1/10 της αντίστοιχης παραγωγής ασφαλίστρων εφάπαξ καταβολής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αντίστοιχη υπολογιζόμενη παραγωγή ασφαλίστρων συμβολαίων εφάπαξ καταβολής (εκτιμάται στο ύψος των 192 εκατ. ευρώ) θα έπρεπε να προσμετρηθεί ως 19,2 εκατ. ευρώ, διαμορφώνοντας την παραγωγή του κλάδου ΙΙΙ σε 103 εκατ. ευρώ αντί του ποσού των 267 εκατ. ευρώ που έχει καταγραφεί.