Η κυβέρνηση του Βερολίνου – και μετά την επιστολή του υπουργού των Οικονομικών Β. Σόιμπλε – αναμένει την έκθεση της τρόικας για να ανακοινώσει την επίσημη θέση της για την κρίση χρέους της Ελλάδας.
«Μόνον μετά την έκθεση ελέγχου ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν, η κυβέρνηση θα κοινοποιήσει μία συνολική και ολοκληρωμένη θέση», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βερολίνο Κρίστοφ Στέγκμανς και διευκρίνισε ότι «αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη».
Η γερμανική κυβέρνηση περιμένει να λάβει την έκθεση της τρόικας σήμερα, Τετάρτη, το βράδυ.
Η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ ήταν ενήμερη της επιστολής Σόιμπλε, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Το θέμα της Ελλάδας είχε συζητηθεί και στη συνεδρίαση του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου τη Δευτέρα.
Η επιστολή του κ. Σόιμπλε χαρακτηρίστηκε από τον εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών ως έκφραση της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδει σε ένα «δίκαιο επιμερισμό» των βαρών. Πρόσθεσε δε ότι με την επιστολή του, ο κ. Σόιμπλε «συνδιαμορφώνει ενεργά μία διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη» ενόψει του συμβουλίου των υπουργών των Οικονομικών στις 20 Ιουνίου.
Ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών, στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, τον επικεφαλής του ΔΝΤ, Τζον Λίπσκι, τον Επίτροπο, Όλι Ρεν, και τους 17 ομολόγους του της Ευρωζώνης, τάσσεται, για πρώτη φορά, σαφώς υπέρ της ήπιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, στο πλαίσιο ενός δεύτερου πακέτου βοήθειας για την Ελλάδα.
Χωρίς ένα πρόσθετο πρόγραμμα βοήθειας απειλείται «η πρώτη άτακτη πτώχευση χώρας – μέλους της Ευρωζώνης», τονίζει ο κ. Σόιμπλε στην επιστολή του, που φέρει ημερομηνία περασμένης Δευτέρας (6 Ιουνίου).
Στο πλαίσιο του νέου αυτού πακέτου, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και μία «ουσιαστική» συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, σε μια διαδικασία που θα είναι πέρα από τα πρότυπα της «Πρωτοβουλίας της Βιέννης». Συγκεκριμένα προτείνει επταετή επιμήκυνση για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.
«Εκτιμούμε ότι ένα ουσιαστικό μέρος βρίσκεται στα χέρια των ιδιωτών δανειστών», δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου των Οικονομικών, Μάρτιν Κράιενμπαουμ, για τον όρο «ουσιαστική» συμμετοχή, αποφεύγοντας να τον συγκεκριμενοποιήσει σε αριθμούς.