Ενώ ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου άρχισε να λέει στο λαό του «ανεπιθύμητες αλήθειες» για «απαραίτητες θυσίες» και «οδυνηρές μεταρρυθμίσεις», άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες «απέτυχαν να πράξουν ανάλογα» για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Αυτό υποστηρίζει με κύριο άρθρο της η «New York Times», η σύνταξη της οποίας πιστεύει ότι η Ελλάδα τα κατέφερε μέσω της τελευταίας «σχεδόν κατάρρευσής» της, αλλά η λύση που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα και προβλέπει περισσότερα ευρωπαϊκά χρήματα, με αντάλλαγμα μεγαλύτερη αυστηρότητα εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, εξαγοράζει απλώς κάποιο χρόνο, χωρίς να προσφέρει ρεαλιστική ελπίδα ανάκαμψης.
Μεταξύ άλλων, διατυπώνεται η άποψη ότι ο νέος γύρος λιτότητας θα οξύνει την ύφεση και θα πλήξει τη βάση των φορολογούμενων, καθιστώντας ακόμη δυσκολότερο για την κυβέρνηση να μειώσει το έλλειμμα.
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου επέτρεψε στην «πολιτική αντίσταση» και τη «γραφειοκρατική αδράνεια» να βαλτώσει τις προσπάθειες ιδιωτικοποίησης, ενώ σήμερα έχει υποσχεθεί την υπέρβαση αυτών των εμποδίων, όπως υπογραμμίζεται, σημειώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει επίσης να ομολογήσουν την αλήθεια σχετικά με τις «δοκιμαζόμενες τράπεζές» τους, που είναι επιβαρυμένες από τα στεγαστικά δάνεια σε Ιρλανδία και Ισπανία, καθώς και τα δάνεια στην Ελλάδα.
Στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα δημοσιεύεται και ανταπόκριση από την Αθήνα για την αύξηση του ποσοστού ανεργίας, ειδικά των Ελληνίδων, οι οποίες κάνουν μια «γενναία προσπάθεια» να βοηθήσουν και να κερδίσουν τα προς το ζην για χάρη των οικογενειών τους, ωστόσο λίγες τα καταφέρνουν, όπως τονίζεται, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών στην Ελλάδα άγγιξε το 17,9%, ενώ ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 9,7%.
Εξάλλου, σε άρθρο στην εφημερίδα «Wall Street Journal» αναφέρεται ότι τον τελευταίο μήνα, οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το σύνολο της Ευρωζώνης καταγράφουν έλλειμμα προϋπολογισμού που εγγίζει το 4.2% του ΑΕΠ για το 2011 και το 3% του ΑΕΠ για το 2012. Την ίδια στιγμή, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσπορν υπενθυμίζει τακτικά στους ψηφοφόρους ότι το έλλειμμα προϋπολογισμού στην χώρα του είναι ανάλογο με αυτό της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και παρ’ όλα αυτά τα κόστη δανεισμού είναι πολύ χαμηλότερα. Η διαφορά ανάμεσα σε Ηνωμένο Βασίλειο και ευρωζώνη, τονίζεται χαρακτηριστικά, είναι ότι στην πρώτη περίπτωση οι επενδυτές είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι όλοι οι εθνικοί πόροι θα αξιοποιηθούν στο έπακρον, προκειμένου να αποτραπεί μια χρεοκοπία.