Την υποστήριξη της ευρωζώνης για να διαδεχθεί τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έλαβε ο Μάριο Ντράγκι.
Ο 63χρονος διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας διακρίνεται για τη διακριτικότητα και τη σοβαρότητά του, αποφεύγει την ιταλική κοσμική ζωή αλλά είναι κοινωνικός.
Αναγνωρισμένος οικονομολόγος και τραπεζίτης, είναι γνωστός ως Ciampi Boy (από τον ισχυρό πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας και μετέπειτα πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι). Εκλήθη το 2005 να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Τράπεζας της Ιταλίας που είχε πληγεί από τη διοίκηση του Αντόνιο Φάτζιο, ο οποίος ενεπλάκη σε τραπεζικό σκάνδαλο.
Ο «Σούπερ Μάριο» αποχώρησε τότε από την αμερικανική Goldman Sachs, της οποίας ήταν αντιπρόεδρος από το 2002 και επιστρέφει στη Ρώμη όπου ο διορισμός του χαιρετίζεται από ολόκληρο τον ιταλικό πολιτικό κόσμο.
Το έργο του συνέβαλε, σύμφωνα με τους αναλυτές, στη σταθεροποίηση του ιταλικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος κρατήθηκε μακριά από τα τοξικά τραπεζικά προϊόντα και απέφυγε το ναυάγιο κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ο Μάριο Ντράγκι ώθησε πρόσφατα πολλές ιταλικές τράπεζες να προχωρήσουν σε ανακεφαλαιοποίηση πριν από την έναρξη της ισχύος των νέων κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση ως πρόεδρος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που επιφορτίστηκε από την Ομάδα των 20 με την κατάρτιση προτάσεων για την αποφυγή νέα οικονομικής κρίσης.
Ο Μάριο Ντράγκι γεννήθηκε στη Ρώμη το 1947, είναι νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών. Έχει πτυχίο Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Ρώμης και διδακτορικό τίτλο από το MIT.
Καθηγητής οικονομίας σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια, εκπροσώπησε την Ιταλία στην Παγκόσμια Τράπεζα από το 1984 μέχρι το 1990, πριν γίνει γενικός διευθυντής του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών, θέση που θα διατηρήσει επί μία δεκαετία και υπό εννέα ιταλικές κυβερνήσεις της δεξιάς και της αριστεράς. Από τη θέση αυτή έγινε ο άνθρωπος των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων της περιόδου 1996-2001.