Πρωτοφανείς ζημίες κοντά στα 3,1 δισ. ευρώ για τις εισηγμένες το 2010, όπου το 62% των εταιριών εμφανίζει ζημιογόνο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πήγασος ΑΕΠΕΥ, με βάση τους ισολογισμούς 265 εισηγμένων.
Στην ανάλυσή της η χρηματιστηριακή σημειώνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δέχτηκαν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της κρίσης, ενώ τα συνολικά μερίσματα που διένειμαν οι εισηγμένες διαμορφώθηκαν στο 1,4 δισ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, όπως σημειώνει η Πήγασος, το τέταρτο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς είναι μέχρι στιγμής το χειρότερο όσον αφορά στον ρυθμό ύφεσης, έτσι όπως καταγράφηκε από τους επίσημους δείκτες της ελληνικής οικονομίας (-6,6%).
Είναι πλέον και το χειρότερο αναφορικά με τα κέρδη, αφού σημειώθηκαν ζημίες 2,4 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας μέχρι στιγμής τον ετήσιο λογαριασμό των ζημιών στα 2,93 δισ., μέγεθος που θα ξεπεράσει με μεγάλη άνεση τα 3 δισ. ευρώ όταν δημοσιεύσουν η Ατλάντικ (9Μ, -100 εκατ. ευρώ) και η Ελεύθερη Τηλεόραση (-20 εκατ. ευρώ).
Τα μεγέθη της χρήσης έχουν επηρεαστεί έντονα από τις μεγάλες απομειώσεις συμμετοχών και παγίων, στις οποίες προχώρησαν αρκετές εταιρίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη MIG (1,8 δισ. ευρώ) και την Alapis (960 εκατ. ευρώ).
Μικρότερης, αλλά καθόλου αμελητέας έκτασης αναπροσαρμογές εύλογης αξίας έχουν κάνει οι εταιρίες Βωβός, Sciens, Σιδενόρ, Lamda Development, Μαΐλλης, Trastor και Pasal, ενώ σημαντικές επισφαλείς απαιτήσεις ή ζημίες προηγούμενων χρήσεων καταγράφονται στην Εμπορική, στη Γενική Τράπεζα, στην ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, στον ΟΤΕ, στον κλάδο υγείας και στις κατασκευαστικές εταιρίες.
Εφόσον προστεθεί και η έκτακτη εισφορά των 700 εκατ. ευρώ, που ενσωματώθηκε στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2010, τότε η συνολική εικόνα των 164 ζημιογόνων εταιριών αφορά σε 6,7 δισ. ευρώ ζημίες έναντι 3,78 δισ. ευρώ κερδών των υπόλοιπων 101 εισηγμένων.
Τα περιθώρια κέρδους έχουν διαλυθεί. Οι εταιρίες της μικρής κεφαλαιοποίησης δουλεύουν με ιδιαίτερα χαμηλά νούμερα (2,4% – 2,8%), όταν μια απόσταση ασφαλείας από την τελική γραμμή είναι της τάξεως του 8% – 10%.
Μόνο οι εταιρίες της μεγάλης κεφαλαιοποίησης έχουν διασώσει κάπως την κατάσταση των λειτουργικών περιθωρίων (14,09%), περιορίζοντας κατά 300 περίπου μονάδες βάσης τις απώλειες από τα περυσινά τους μεγέθη.
Ένας από τους λόγους διάλυσης των περιθωρίων αφορά στην εσωτερική χρηματοδότηση των πωλήσεων που πραγματοποιούν ή είναι αναγκασμένες να πραγματοποιούν οι περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις από τη στιγμή όπου οι λειτουργικές ταμειακές ροές είναι μειωμένες κατά 32%, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει η δυνατότητα φθηνού βραχυπρόθεσμου δανεισμού από τις τράπεζες.
Ο κύκλος εργασιών, αν και εμφανίζεται αυξημένος κατά 4%, έχει επηρεαστεί από την αύξηση των φόρων που έχουν ενσωματωθεί στις τιμές των προϊόντων και από τις μεγάλες ανατιμήσεις λόγω των ειδικών φόρων στα καύσιμα. Εφόσον εξαιρεθεί ο κλάδος διύλισης, ο τζίρος είναι μειωμένος σε ποσοστό 2% (76,4 δισ. ευρώ), μέγεθος το οποίο θα πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον και άλλες 150 – 200 μονάδες βάσης, αν συνεκτιμηθούν οι δύο φετινές αυξήσεις του ΦΠΑ.
Τα λειτουργικά αποτελέσματα εμφανίζουν κάμψη 28%, στα 7,34 εκατ. ευρώ, με εντονότερους ρυθμούς μείωσης στη μεσαία και στη μικρή κεφαλαιοποίηση, όπου η μέση μείωση κινείται στο 60% – 80%. Η συνεισφορά των μικρών εταιριών στη συνολική παραγωγή λειτουργικής κερδοφορίας έχει περιοριστεί κάτω από 10%, ενδεικτικό της μεγάλης ελαστικότητας στις συνθήκες εγχώριας ζήτησης που παρουσιάζουν οι εταιρίες αυτού μεγέθους.
Τι επηρέασε τα μεγέθη του δ΄ τριμήνου:
– Το περιορισμένο εισόδημα προς κατανάλωση από τη μείωση του 13ου μισθού.
– Η εγχώρια ύφεση και το αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω πετρελαίου.
– Η διάθεση περιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος οδήγησε σε μεγάλες απομειώσεις σε συμμετοχές, ακίνητα και πάγια.
– Το εγχώριο αρνητικό χρηματιστηριακό κλίμα διατήρησε σε ζημιογόνο αποτέλεσμα τις επενδυτικές εταιρίες.
– Η θετική συγκυρία των τιμών στα μέταλλα, στο πετρέλαιο και στα αγροτικά προϊόντα βελτίωσε τα περιθώρια κέρδους λόγω υψηλών αποθεμάτων.
Τα consensus των αναλυτών στο δ΄ τρίμηνο σε δείγμα 16 εταιριών είχαν γενικά επιτυχία αφού προέβλεψαν με αρκετή ακρίβεια τη διακύμανση των κερδών, τα λειτουργικά αποτελέσματα και τον κύκλο εργασιών. Μοναδική ίσως ακραία τιμή στο δείγμα των εκτιμήσεων ήταν τα αποτελέσματα του δ΄ τριμήνου της Εθνικής Τράπεζας, τα οποία ξεπέρασαν κατά 25% τις μέσες εκτιμήσεις της αγοράς λόγω των υψηλών κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις.
Οι πρωταγωνιστές
Δεν άλλαξε κάτι σχετικά με τους πρωταγωνιστές της χρήσης. Στις κυριότερες εταιρίες με ανθεκτικά ή αυξημένα κέρδη βρίσκουμε τις εξής: Μυτιληναίος, Μέτκα, Frigoglass, S&B, Coca Cola, ΟΛΘ, ΕΛΒΑΛ, ΕΥΔΑΠ, ΟΠΑΠ, Μotor Οil, Ελληνικά Πετρέλαια και Καρέλια.
Σε μικρότερου μεγέθους εταιρίες καλά μεγέθη εμφάνισαν οι επιχειρήσεις Μαθιός, Mermeren, Καράτζης, Καραμολέγκος, Eurodrip, Cyclon, Ικτίνος, Βογιατζόγλου και Dionic.
Στον αντίποδα, βρέθηκαν πολλές εταιρίες που είχαν έντονα αρνητικό αποτέλεσμα, με κυριότερες τις Εμπορική Τράπεζα, Γενική Τράπεζα, Αγροτική Τράπεζα, MIG, Βωβός, Nutriart, Intracom, Πετζετάκις, Αττικάτ και Forthnet, οι μεταφορές, όλος ο κλάδος των εκδόσεων και των ΜΜΕ, όλος ο κλάδος του real estate, των βασικών μετάλλων, της κλωστοϋφαντουργίας και των υπηρεσιών υγείας.
Τι αναμένεται για τη συνέχεια
Οι μεγάλες ζημίες είναι ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Πρώτα απ’ όλα, είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι επιχειρήσεις δεν αντέχουν πλέον να υφίστανται τις επιπτώσεις φορολογίας, που πλέον καλύπτει κάθε γραμμή του ισολογισμού τους: ο ΦΠΑ, η φορολογία κερδών, η ειδική έκτακτη φορολογία, η φορολογία μερισμάτων, η περαίωση κ.λπ. έχουν οδηγήσει σε στέγνωμα τους ισολογισμούς όσον αφορά στη ρευστότητα, καθώς οι συνθήκες της πραγματικής οικονομίας στον τομέα της ζήτησης δεν είναι τουλάχιστον ανάλογες με την πίεση των συνεχών και συστηματικών εκροών που δέχονται από το κράτος.
Οι ζημίες στην παρούσα χρονική στιγμή είναι άμυνα, είναι τρόπος συντήρησης για πολλές εταιρίες που δεν έχουν άλλα μέσα εύρεσης ρευστότητας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και απειλή για την πιστοληπτική τους ικανότητα, αφού οι τράπεζες θα αναγκαστούν να αλλάξουν το ποιοτικό προφίλ των πελατών τους, επιβαρύνοντάς τους με μεγαλύτερο κόστος χρήματος.
Την ίδια στιγμή, τα μερίσματα των εταιριών κινούνται στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και η συνολική μερισματική εκροή για την ώρα διαμορφώνεται κάτω από 1,4 δισ. ευρώ, αρκετά αδύναμη για να υποστηρίξει ένα ελκυστικό επενδυτικό προφίλ μιας αγοράς που αποτιμάται κοντά στα 60 δισ. ευρώ.
Η λογική και εδώ είναι ίδια: η εξοικονόμηση ρευστότητας δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει τον μέτοχο που θα χρειαστεί να περιμένει καλύτερες συνθήκες δανεισμού ή αλλαγής των φορολογικών συντελεστών για να δει καλύτερα μερίσματα.
Στο α΄ τρίμηνο της φετινής χρονιάς δεν έχουν αλλάξει και πολλά σε επίπεδο εγχώριας ζήτησης. Αντιθέτως, μάλιστα. Η αύξηση των πρώτων υλών και των καυσίμων λόγω των διεθνών εξελίξεων, σε συνδυασμό με την αρνητική πιστωτική επέκταση, δεν βοηθά ιδιαίτερα στη βελτίωση της ζήτησης.
Κλάδοι με μεγάλη ελαστικότητα και με υψηλό βαθμό εξάρτησης από την εγχώρια αγορά θα πρέπει να συνεχίσουν την τακτική αναμονής για δύο τουλάχιστον τρίμηνα, ευελπιστώντας σε καλή τουριστική περίοδο, το μόνο ίσως στοιχείο στο οποίο μπορεί να υπάρξει βάσιμη βελτίωση σε κοντινούς κι εξαρτώμενους κλάδους.
Το ότι το 2010 έκλεισε με τόσο μεγάλες απώλειες δεν σημαίνει ότι η φετινή χρονιά θα είναι έτος ανάκαμψης για όλους. Οι πρώτες εκτιμήσεις για το ξεκίνημα του 2011 δεν είναι αισιόδοξες, αφού σε σχέση με πέρυσι η αγορά έως τον Μάρτιο δεν είχε ακόμα υποστεί το σοκ της προσφυγής στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε.
Η επίδραση της χαμηλής βάσης θα αρχίσει να φαίνεται μετά το δεύτερο τρίμηνο, όπου οι καταναλωτικές αναστολές θα αγγίξουν το υψηλότερο σημείο το 2011, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χρονιά θα κλείσει θετικά, αφού ο παράγοντας ψυχολογία παραμένει στα χαμηλά δεκαετίας.
Οι εταιρίες θα παραμείνουν σε συντηρητική τακτική, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη ή την εμφάνιση υψηλών κερδών, επιδιώκοντας καλύτερη διαχείριση των αποθεμάτων τους και προσεκτικότερο χειρισμό των απαιτήσεων που απειλούν τις ταμειακές ροές τους. Οι νικητές αυτής της μάχης θα μοιραστούν μια πολύ μεγαλύτερη πίτα αγοράς όταν οι συνθήκες της αγοράς ομαλοποιηθούν.
Η συγκυρία, επομένως, παραμένει αρνητική, θετικές ενδείξεις δεν υπάρχουν και οι συστημικοί κίνδυνοι αρχίζουν να επηρεάζουν οριζόντια και κάθετα την οικονομική δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά, στα επόμενα δύο χρόνια θα υπάρξουν πολλές κινήσεις που θα αφορούν στο χρηματιστήριο, καθώς η πίεση για δημόσια έσοδα είναι έντονη.
Σε αυτό το σενάριο υπάρχει ίσως το μοναδικό επιχείρημα για αλλαγή κλίματος αφού οι αποτιμήσεις παραμένουν φθηνές.
Η εστίασή μας θα παραμείνει σε εξωστρεφείς επιχειρήσεις αλλά και σε εν δυνάμει περιπτώσεις αποκρατικοποιήσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, εταιρίες δημοσίου συμφέροντος (ΟΠΑΠ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, ΟΛΠ, ΟΛΘ) και εταιρίες ολιγοπωλιακού χαρακτήρα και μειωμένης εξάρτησης από την εγχώρια αγορά (ΜΕΤΚΑ, Frigoglass, Motor Οil) διατηρούν το προβάδισμα των προτιμήσεών μας.