Η αγορά γραφείων στην Ευρώπη βρέθηκε το περασμένο έτος σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, καθώς οι επενδυτές φαίνεται να απέφυγαν τις επενδύσεις, εκτιμώντας ότι το περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και οι προσδοκώμενα κέρδη δεν είναι ικανοποιητικά.
Συγκριτικά με τα επίπεδα πριν από την πανδημία Covid-19, το ποσοστό των επενδύσεων σε ακίνητα γραφείων περιορίζεται στο 50%. Οι κύριοι λόγοι αυτής της πτώσης περιλαμβάνουν την αυξανόμενη υιοθέτηση της τηλεργασίας, που έχει μειώσει τη ζήτηση για επαγγελματικούς χώρους, καθώς και το αυξημένο κόστος αναβάθμισης των κτιρίων για να πληρούν τις νέες, αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές των ενοικιαστών. Επιπλέον, η αβεβαιότητα γύρω από τις μελλοντικές τάσεις της εργασίας και η αύξηση των επιτοκίων καθιστούν τις επενδύσεις σε γραφεία λιγότερο ελκυστικές, σε σύγκριση με άλλες κατηγορίες ακινήτων.
Ο τομέας των γραφείων αντιπροσώπευε μόλις το 22% του συνόλου των επενδύσεων σε εμπορικά ακίνητα στην Ευρώπη για το 2023, με την αξία αυτών των επενδύσεων να ανέρχεται στα 189 δις ευρώ. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν το μισό σε σύγκριση με το 2019, όταν οι επενδύσεις στα γραφεία αποτελούσαν σημαντικότερο κομμάτι του κλάδου, πριν από την πανδημία του Covid-19. Τα στοιχεία που συγκέντρωσε η MSCI δείχνουν ότι η συνολική αξία των πωλήσεων γραφείων ήταν η δεύτερη χαμηλότερη στην ιστορία, ξεπερνώντας μόνο τις χαμηλές επιδόσεις του 2009, όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση είχε σοβαρό αντίκτυπο στον κλάδο των ακινήτων. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει πόσο ευάλωτος είναι ο συγκεκριμένος κλάδος σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και μεταβαλλόμενων εργασιακών προτύπων.
Σύμφωνα με τον Tom Leahy, επικεφαλής έρευνας περιουσιακών στοιχείων για την περιοχή EMEA της MSCI, η αγορά των γραφείων παρουσιάζει πλέον σημαντική διαφοροποίηση. Συγκεκριμένα, τα καλά τοποθετημένα, σύγχρονα και βιώσιμα κτίρια που πληρούν τις αυξανόμενες απαιτήσεις των ενοικιαστών συνεχίζουν να επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις, ενώ ένα αυξανόμενο ποσοστό κτιρίων αποκτάται πλέον με σκοπό την ανακαίνιση ή την πλήρη ανακατασκευή τους. Οι επενδυτές στρέφονται όλο και περισσότερο προς τις αναβαθμίσεις κτιρίων ώστε να τα καταστήσουν ενεργειακά αποδοτικά και περιβαλλοντικά βιώσιμα, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη αξία των ακινήτων τους. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή είναι δαπανηρή και απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, γεγονός που αποτρέπει πολλούς μικρότερους επενδυτές από το να δραστηριοποιηθούν σε αυτή την κατηγορία ακινήτων.
Τα γραφεία, που αποτελούσαν παραδοσιακά έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των θεσμικών χαρτοφυλακίων ακινήτων, έχουν χάσει τη δημοτικότητά τους μεταξύ των επενδυτών. Η τάση αυτή αποδίδεται κυρίως στη διαδεδομένη εφαρμογή της τηλεργασίας, η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και εξακολουθεί να επηρεάζει τη ζήτηση για επαγγελματικούς χώρους. Η κατάσταση αυτή θυμίζει την εξέλιξη που σημειώθηκε στον τομέα των εμπορικών ακινήτων, όταν η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου οδήγησε τους επενδυτές να στρέψουν την προσοχή τους στις αποθήκες διανομής αγαθών, εγκαταλείποντας τα φυσικά καταστήματα και τα εμπορικά κέντρα. Παρόμοιες αλλαγές αναμένονται και στον τομέα των γραφείων, με τη σταδιακή προσαρμογή των επιχειρήσεων και των επενδυτών στις νέες πραγματικότητες της εργασίας εξ αποστάσεως.
Παρά τη μείωση των επενδύσεων στα γραφεία, οι συνολικές επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων παρουσίασαν αύξηση 4% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Μάλιστα, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2023 καταγράφηκε αύξηση 11%, με τις συνολικές συναλλαγές να ανέρχονται στα 55,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτή η ανάκαμψη καταδεικνύει ότι, αν και ο τομέας των γραφείων αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, οι επενδυτές συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται δυναμικά στην ευρύτερη αγορά ακινήτων, αναζητώντας ευκαιρίες και στρατηγικές αναδιαρθρώσεις χαρτοφυλακίων.
Η διαφοροποίηση των επενδυτικών στρατηγικών και η προσαρμογή στις νέες ανάγκες της αγοράς αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της επένδυσης σε ακίνητα στην Ευρώπη.