Η αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού στη χώρα μας πρόκειται να ρυθμιστεί με βάση τέσσερα κριτήρια, όπως προβλέπεται από την επικείμενη κύρωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς.

Η εν λόγω οδηγία έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ότι ο κατώτατος μισθός θα είναι επαρκής για την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως το κόστος ζωής και οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες.

Σύμφωνα με το πόρισμα της επιστημονικής επιτροπής που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Εργασίας για την προετοιμασία της εφαρμογής της οδηγίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα καθορίζεται από τέσσερις κύριους δείκτες:

  1. Η αγοραστική δύναμη των μισθών, με βάση το κόστος διαβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
  2. Το γενικό επίπεδο και η κατανομή των μισθών στην οικονομία. Εδώ εξετάζεται η συνολική δομή των μισθών και η κατανομή τους σε διάφορους τομείς, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό δεν θα αποκλίνουν σημαντικά από το ευρύτερο μισθολογικό τοπίο.
  3. Ο ρυθμός αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός ο δείκτης θα λαμβάνει υπόψη τις γενικές τάσεις στις αυξήσεις των μισθών, ώστε η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού να είναι ανάλογη με τις αυξήσεις των αποδοχών στον ευρύτερο εργασιακό τομέα.
  4. Τα μακροπρόθεσμα επίπεδα παραγωγικότητας. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα της οικονομίας, ώστε να μην επιβαρύνεται υπερβολικά η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα θα διασφαλίζει τη δικαιοσύνη και την ανταποδοτικότητα στους εργαζόμενους.
χρήματα

Πώς θα γίνεται η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού

Το πόρισμα της επιστημονικής επιτροπής, το οποίο παραδόθηκε στην υπουργό Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, και κοινοποιήθηκε στους κοινωνικούς εταίρους, αναφέρει ότι θα υπάρξει σταδιακή μετάβαση στο νέο σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας.

Η διαδικασία αυτή στοχεύει στην αποφυγή απότομων μεταβολών στην αγορά εργασίας και τη διασφάλιση ότι η εφαρμογή των αυξήσεων θα γίνεται ομαλά και ισορροπημένα.

Η αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού θα γίνεται μέσω ενός μαθηματικού συντελεστή, ο οποίος προκύπτει από το άθροισμα δύο βασικών παραμέτρων:

  • Το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το χαμηλότερο 20% των νοικοκυριών. Αυτό λαμβάνει υπόψη τις αυξήσεις στο κόστος ζωής για τα πιο ευάλωτα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας, τα οποία επηρεάζονται περισσότερο από τον πληθωρισμό.
  • Το ήμισυ του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται ότι ο κατώτατος μισθός παρακολουθεί τις γενικότερες αυξήσεις στους μισθούς, διατηρώντας τη σχέση του με τις απολαβές της υπόλοιπης οικονομίας

Σε περίπτωση που ο παραπάνω συντελεστής οδηγεί σε μείωση του κατώτατου μισθού, δεν θα πραγματοποιείται αναπροσαρμογή, προκειμένου να προστατευθεί το επίπεδο των αποδοχών των εργαζομένων. Επίσης, προβλέπεται ότι αν η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση, υπάρχει η δυνατότητα αναστολής της αυτόματης αναπροσαρμογής, ώστε να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση της χώρας.

Έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Η εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας θα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα παρακολουθεί τα κράτη μέλη μέσω ειδικών εκθέσεων που θα υποβάλλουν. Αυτές οι εκθέσεις θα περιλαμβάνουν πληροφορίες για:

  • Το ποσοστό και την εξέλιξη της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στόχος είναι να διασφαλιστεί η συμμετοχή των εργαζομένων σε διαπραγματεύσεις που καθορίζουν τα δικαιώματά τους και να ενισχυθεί η δυνατότητα για συλλογικές συμφωνίες.
  • Το επίπεδο του νομοθετικά καθοριζόμενου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, καθώς και το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή θα μπορεί να αξιολογεί αν τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους για την επαρκή προστασία των εργαζομένων.
  • Τις διαφοροποιήσεις στο επίπεδο του κατώτατου μισθού και τις κρατήσεις που επιβάλλονται σε αυτόν.

Η Επιτροπή θα ελέγχει κατά πόσο αυτές οι διαφοροποιήσεις είναι δικαιολογημένες και αν τηρούνται οι αρχές της μη διάκρισης και της αναλογικότητας.

Προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων

Παράλληλα με τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, η υπό κύρωση οδηγία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στόχος είναι να φτάσει η κάλυψη στο 80%, καθώς η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η οδηγία επιβάλλει τη δημιουργία και εφαρμογή ενός σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο. Το σχέδιο αυτό πρέπει να επικαιροποιείται τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια και να αναθεωρείται εφόσον απαιτείται, με σκοπό την προσαρμογή του στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας και της οικονομίας.
Η κατάρτιση, η επικαιροποίηση και η αναθεώρηση του σχεδίου δράσης θα γίνονται μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους είτε κατόπιν αιτήματός τους. Το σχέδιο δράσης θα κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα δημοσιοποιείται για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας.

Αν και το περιεχόμενο του σχεδίου δράσης αποτελεί εθνική αρμοδιότητα, τα κράτη μέλη υπόκεινται στον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το αν εφαρμόζουν ορθά τις υποχρεώσεις τους, διασφαλίζοντας την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τους μισθούς και την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Με τη σταδιακή εφαρμογή της οδηγίας και τις προτεινόμενες αλλαγές, ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας θα γίνεται αντικείμενο, όπως επιδιώκει το αρμόδιο υπουργείο, πιο δίκαιης και διαφανούς διαδικασίας, διασφαλίζοντας την ισότητα και την οικονομική ευημερία των εργαζομένων.