Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία έχει την ιδιοτυπία να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις επενδύσεις ακινήτων, οι οποίες αποτελούν τον βασικό πόλο έλξης ξένων κεφαλαίων στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, πάνω από το 54% των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 κατευθύνθηκε στην αγορά ακινήτων. Κι αν θέλουμε να το δούμε και με ποσά, από τα 2,1 δισ. ευρώ που επένδυσαν οι ξένοι στη χώρα μας, τα 1,14 δισ. ευρώ αφορούσαν τον τομέα του στο real estate.
Πρόκειται για μια τάση που ξεκίνησε μετά τη θεσμοθέτηση του προγράμματος της «Χρυσής Βίζας», μέσω της οποίας το κράτος δίνει το δικαίωμα σε πολίτες τρίτων χωρών να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα, αρκεί να προχωρήσουν στην απόκτηση εγχώριων ακινήτων, αξίας άνω των 250.000 ευρώ και πλέον στις δημοφιλείς περιοχές άνω ακόμα και των 800.000 ευρώ.
Ωστόσο, η έντονη αυτή εξάρτηση από τον τομέα των ακινήτων φανερώνει παράλληλα μια διαρθρωτική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε ακίνητα συμβάλλουν στη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα και την άμεση εισροή κεφαλαίων, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη. Τα ακίνητα από μόνα τους δεν δημιουργούν τις απαραίτητες θέσεις εργασίας, ούτε ενισχύουν την παραγωγική βάση της χώρας. Σε έναν κόσμο όπου η καινοτομία, η τεχνολογία και η «πράσινη» ανάπτυξη κυριαρχούν ως μοχλοί οικονομικής προόδου, η Ελλάδα δεν μπορεί να εστιάζει μονομερώς στην κτηματαγορά.
Επενδύσεις χωρίς παραγωγή
Να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα της «Χρυσής Βίζας» προσέλκυσε πλήθος επενδυτών, κυρίως από την Κίνα, την Τουρκία, τη Ρωσία, χώρες της Μέσης Ανατολής (Ισραήλ, Λίβανος) αλλά και από τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αντιλαμβάνεται τώρα πως η τάση αυτή, αν και θετική για την άντληση ξένων κεφαλαίων, φανερώνει τη δυσκολία της χώρας να προσελκύσει άλλες μορφές παραγωγικών επενδύσεων.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το συνολικό ύψος των ξένων επενδύσεων μειώθηκε κατά 38,7% το 2023 σε σχέση με το 2022 (από τα 7,5 δισ. ευρώ στα 4,6 δισ. ευρώ), υποδηλώνοντας πως η συνολική επενδυτική δραστηριότητα δεν στηρίζεται σε παραγωγικούς κλάδους, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των ανεπτυγμένων χωρών. Την ίδια στιγμή, οι «τσουχτερές» τιμές των ακινήτων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, ασκούν μεγάλες πιέσεις στην κοινωνία, αυξάνοντας το κόστος στέγασης, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά, Γλυφάδα, Χαλάνδρι, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Άλιμος, κ.λπ.).
Κοινωνικές επιπτώσεις και κίνδυνοι
Η μεγάλη έμφαση στην αγορά ακινήτων, αν και εξυπηρετεί τις άμεσες ανάγκες της οικονομίας, έχει λοιπόν σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Η αύξηση των τιμών των ακινήτων δυσκολεύει τους Έλληνες από το να αποκτήσουν ιδιόκτητη στέγη ή να βρουν προσιτή κατοικία προς ενοικίαση. Αυτό επιτείνεται από την αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb, που δημιουργούν περαιτέρω πιέσεις στις τιμές των ενοικίων.
Η κερδοσκοπία που παρατηρείται σε πλειάδα περιοχών, σε συνδυασμό με την αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης στο πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα», μπορεί να μειώσει τη ζήτηση ξένων επενδύσεων στα ακίνητα, ιδιαίτερα στην Αττική, όπου το νέο ελάχιστο όριο για αγορά ακινήτου τέθηκε στα 800.000 ευρώ, προκειμένου κάποιος ξένος επενδυτής να λάβει άδεια διαμονής στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αναγκαία η προσέλκυση άλλων μορφών ξένων επενδύσεων
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αντιλαμβάνεται πως το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να διαφοροποιηθεί, καθώς οι επενδύσεις σε ακίνητα δεν μπορούν να αποτελούν τον πυλώνα ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση, στον προϋπολογισμό του 2025, προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για το 2024 και 2,3% για το 2025, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί στο 9,7%. Παρότι αυτές οι προβλέψεις είναι αισιόδοξες (αφού στηρίζονται μεταξύ άλλων στο ότι η μέση τιμή του πετρελαίου θα κυμανθεί το ερχόμενο έτος στα 80 δολάρια το βαρέλι), η βάση τους παραμένει εύθραυστη, εάν η χώρα δεν εστιάσει στην προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων που θα αυξήσουν τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.
Ειδικότερα, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε τομείς όπως η τεχνολογία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η πράσινη ανάπτυξη, όπου οι επενδύσεις θα έχουν πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία. Οι τομείς αυτοί δεν δημιουργούν μόνο περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά ενισχύουν και την ανταγωνιστικότητα της χώρας, συμβάλλοντας στη μακροπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ. Επιπλέον, θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να διαφοροποιηθεί από μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες και στον τουρισμό, και να ενσωματωθεί δυναμικά στην παγκόσμια οικονομία με παραγωγικούς και καινοτόμους όρους.
Οι προβλέψεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2025 αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να συγκεράσει την ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Ωστόσο, η ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη και το δημόσιο χρέος, αν και μειώνεται σταδιακά, εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, εκτιμώμενο στο 149,1% του ΑΕΠ το 2025. Η ανάγκη για ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών είναι κρίσιμη, καθώς οποιαδήποτε επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής κατάστασης, όπως η αύξηση των τιμών ενέργειας λόγω της γεωπολιτικής κρίσης στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να επιδεινώσει τις προοπτικές ανάπτυξης.
Επιπλέον, η μείωση του πληθωρισμού στο 2,1% το 2025 και η αύξηση των αμοιβών ανά εργαζόμενο κατά 4,3%, δημιουργούν ευνοϊκές προοπτικές για την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Ωστόσο, εάν η Ελλάδα δεν καταφέρει να ενισχύσει την παραγωγική της βάση, οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες μπορεί να αποδειχθούν προσωρινές.