Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο Εργασίας είναι αυτό των συντάξεων χηρείας και των επικείμενων περικοπών, οι οποίες θα πρέπει να ολοκληρωθούν έως το τέλος του έτους. Το ζήτημα αυτό παραμένει άλυτο εδώ και 3,5 χρόνια και επηρεάζει χιλιάδες δικαιούχους που βλέπουν τις συντάξεις τους να μειώνονται μετά την παρέλευση της τριετίας, ειδικά εάν έχουν αναλάβει εργασία ή εάν λαμβάνουν και άλλη σύνταξη.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι συντάξεις χηρείας μειώνονται από το 70% στο 35% της σύνταξης του θανόντος. Αυτή η περικοπή εφαρμόζεται ήδη στους συνταξιούχους του Δημοσίου και του ΟΓΑ, αλλά δεν έχει επεκταθεί στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που δημιουργεί ανισότητες. Η κυβέρνηση θεωρεί απαραίτητο να παύσει αυτή η αδικία το συντομότερο δυνατό.
Ωστόσο, δεν έχουν ληφθεί οριστικές αποφάσεις, και το υπουργείο Εργασίας εξετάζει διάφορα σενάρια. Δύο από αυτά φαίνεται να είναι τα επικρατέστερα, μεταξύ των οποίων το υπουργείο καλείται να αποφασίσει:
- Πρώτο σενάριο: Η δυνατότητα των δικαιούχων να επιλέξουν ποια σύνταξη θα περικοπεί κατά 50% μετά την τριετία, επιτρέποντάς τους να μειώσουν τη μικρότερη σύνταξη.
- Δεύτερο σενάριο: Η περικοπή να αφορά μόνο την εθνική σύνταξη, διασφαλίζοντας ότι οι δικαιούχοι θα συνεχίζουν να λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αναλογικής σύνταξης του θανόντος. Αυτό θα επιτρέψει στους δικαιούχους να περιορίσουν τις απώλειες και να διατηρήσουν ένα σημαντικό κομμάτι του εισοδήματός τους.
Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, οι περικοπές στις συντάξεις χηρείας αφορούν κυρίως τις περιπτώσεις ανδρών και γυναικών που έχουν λάβει τις συντάξεις τους πριν από την 1η Οκτωβρίου 2020 και σήμερα εργάζονται ή λαμβάνουν άλλες συντάξεις. Ο νόμος του 2016 προβλέπει ότι οι δικαιούχοι συντάξεων χηρείας λαμβάνουν το 70% της σύνταξης του θανόντος για τρία χρόνια, με το ποσοστό αυτό να μειώνεται στο 35% μετά την τριετία.
Ένα ιδιαίτερα σοβαρό θέμα είναι οι αναδρομικές περικοπές, καθώς τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά που κατατέθηκαν από τον ΕΦΚΑ από τον Οκτώβριο του 2020 έως σήμερα θα πρέπει να αναζητηθούν. Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει σενάρια για να μειώσει τις επιπτώσεις στους δικαιούχους, καθώς οι συνταξιούχοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για την παραλαβή των επιπλέον ποσών. Παράλληλα, εξετάζεται η άρση της απαγόρευσης που υφίσταται σήμερα, σύμφωνα με την οποία οι δικαιούχοι συντάξεων χηρείας δεν μπορούν να εργάζονται χωρίς να χάνουν μεγάλο μέρος των αποδοχών τους.
Επιπλέον, υπάρχει ένα ειδικό ζήτημα με τους συνταξιούχους του ΟΓΑ που λαμβάνουν σύνταξη χηρείας από διαφορετικό Ταμείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι δικαιούχοι υφίστανται διπλή περικοπή, καθώς χάνουν το προνοιακό κομμάτι της σύνταξης του ΟΓΑ και, επιπλέον, υπόκεινται σε μείωση 50% στη σύνταξη χηρείας μετά την τριετία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις από όσες θα δικαιούνταν εάν είχαν αποποιηθεί τη σύνταξη χηρείας από την αρχή. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, προτείνεται η δυνατότητα επιλογής της σύνταξης με τη μικρότερη περικοπή ή η συγχώνευση των δύο εθνικών συντάξεων σε μία, ώστε να διατηρηθεί το εισόδημα χωρίς να καταργηθεί κάποια από τις συντάξεις.
Οι προτεινόμενες αλλαγές αναμένεται να μειώσουν τις αρνητικές συνέπειες για τους δικαιούχους και να αποκαταστήσουν σε κάποιο βαθμό την αδικία που υφίστανται ορισμένοι συνταξιούχοι, ενώ το υπουργείο Εργασίας εξετάζει όλα τα πιθανά σενάρια για να προχωρήσει σε λύσεις εντός του χρονικού πλαισίου που έχει θέσει.