Σε εφιάλτη έχει μετατραπεί η κληρονομιά κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων για χιλιάδες κληρονόμους. Ανυποψίαστοι φορολογούμενοι, ακόμα και ανήλικα παιδιά, γίνονται, από τη μια στιγμή στην άλλη, όμηροι του Δημοσίου καθώς μαζί με τα χρήματα και τα ακίνητα κληρονομούν και τα χρέη του αποβιώσαντος σε τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, δήμους. Οι οφειλές δεν σβήνονται, αλλά φορτώνονται στους κληρονόμους.
Μια είναι η λύση για να γλιτώσουν οι κληρονόμοι από τα χρέη. Να πουν «όχι» στην κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, οι φορολογούμενοι έχουν χρονικό περιθώριο τεσσάρων μηνών ή ενός έτους σε ειδικές περιπτώσεις για να αποποιηθούν κληρονομιές, με το χρόνο να αρχίζει να μετράει, εάν υπάρχει διαθήκη, από τη δημοσίευσή της.
Με εγκύκλιό της ΑΑΔΕ ξεκαθαρίζει τα εξής:
- Κατά τον χρόνο θανάτου του προσώπου, η περιουσία του επάγεται (περιέρχεται) αυτοδικαίως στον κληρονόμο του, που μπορεί να την αποποιηθεί μέσα σε προθεσμία τεσσάρων 4 μηνών (ή ενός έτους, στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό). Η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή της κληρονομίας και τον λόγο της (γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής). Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία αποποίησης δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Η ανωτέρω προθεσμία αναστέλλεται για τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή (1847 Α.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 επ. του Αστικού Κώδικα.
- Η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή (1850 Α.Κ.). Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι άκυρη, αν έγινε πριν από την επαγωγή (δηλαδή πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου) ή από πλάνη ως προς την επαγωγή της κληρονομίας στον προσωρινό κληρονόμο και τον λόγο αυτής. Επίσης είναι άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για μέρος της κληρονομίας (1851 Α.Κ.). Για τις ανάγκες της παρούσας εγκυκλίου, ως «προσωρινός» χαρακτηρίζεται ο κληρονόμος κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας έως την παρέλευσή της ή την αποδοχή της κληρονομίας ή την νόμιμη εμπρόθεσμη δήλωση αποποίησης.
- Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, δηλαδή στο ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του την κατοικία του ή, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, ή, αν δεν είχε ούτε διαμονή, στο ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους (ΚΠολΔ 810).
- Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία, αυτή επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί (δηλαδή θα καθίστατο κληρονόμος), αν το πρόσωπο που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου (1856 Α.Κ.), οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία αρχίζει από τη γνώση της αποποίησης του «προπορευόμενου» κληρονόμου και την εξαιτίας αυτής κλήση του επόμενου.
- Γνώση της επαγωγής, ως αφετηρία της προθεσμίας αποποίησης, υπάρχει όταν ο κληρονόμος έχει βασίμως πληροφορηθεί την ύπαρξη των πραγματικών (π.χ. του θανάτου του κληρονομούμενου) και νομικών προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την αυτοδίκαιη από αυτόν κτήση της κληρονομίας. Μόνο η γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου δεν αρκεί, αλλά απαιτείται η γνώση και εκείνων των περιστατικών που αποτέλεσαν τους αναγκαίους νομικούς όρους για την κλήση του κληρονόμου στην κληρονομία του αποβιώσαντος (π.χ. η ανυπαρξία διαθήκης και η πλησιέστερη άλλων προσώπων συγγενική σχέση του με τον κληρονομούμενο). Τα περιστατικά αυτά δυνατόν να είναι και μεταγενέστερα του θανάτου του κληρονομούμενου (π.χ. έκπτωση του προπορευόμενου κληρονόμου). Γνώση του λόγου της επαγωγής υπάρχει όταν ο κληρονόμος γνωρίζει ότι καλείται στην κληρονομία από τη διαθήκη του αποβιώσαντος ή από τον νόμο (π.χ. ως εξ αδιαθέτου ή ως νόμιμος μεριδούχος).
- Την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης εμποδίζει τόσο η πλάνη περί τα πράγματα όσο και η πλάνη περί το δίκαιο, αν η μη γνώση από τον κληρονόμο της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της οφείλεται σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση πραγματικών γεγονότων ή νομικών ρυθμίσεων.
- Σε κάθε περίπτωση, για την έναρξη της προθεσμίας προς αποποίηση απαιτείται από τον νόμο θετική γνώση από τον κληρονόμο της επαγωγής και του λόγου της, προς την οποία δεν εξομοιώνεται η υπαίτια άγνοια, έστω και αν οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού. Ακόμη και η ύπαρξη βάσιμων αμφιβολιών δεν επιτρέπει την κίνηση της προθεσμίας (σχετική η υπ’ αριθ. 426/2005 γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., η οποία έχει γίνει αρμοδίως αποδεκτή). Απαιτείται, επομένως, ο κληρονόμος να γνωρίζει όχι μόνο το γεγονός του θανάτου αλλά και ότι έγινε προσωρινός κληρονόμος, ακόμη και αν η άγνοια οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα.