Μπορεί η έλλειψη προσωπικού με δεξιότητες στην αγορά να είναι κάτι περισσότερο από εμφανής, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις δεν είναι διατεθειμένες να βάλουν το χέρι στην τσέπη ώστε να προσελκύσουν εργαζομένους. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέσα από την έκθεση για τη νομισματική πολιτική για την οκταετία 2016 έως και το 2023.
Οι επιχειρήσεις δεν είναι διατεθειμένες να πληρώσουν ακριβά για να προσελκύσουν εργαζόμενους
Το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι μισθοί οι οποίοι διαμορφώνονται πάνω από τα 1.650 ευρώ παρουσιάζουν στασιμότητα. Ενώ αυτή είναι η εικόνα στα υψηλά -τηρουμένων των αναλογιών- μισθολογικά κλιμάκια, σε χαμηλότερα επίπεδα τα πράγματα είναι σχετικά καλύτερα, καθώς οι αμοιβές εμφανίζουν αύξηση.
Συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός παρουσιάζει σωρευτική αύξηση από το 2016 έως το 2023, η οποία ήταν περίπου 33%. Τα κλιμάκια των αμοιβών πάνω από τα όρια του κατώτατου μισθού αυξάνονται αλλά με μικρότερους ρυθμούς από αυτούς των κατώτατων αμοιβών.
Οι αυξήσεις μισθών αφορούν μόνο στα κατώτατα κλιμάκια
Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι αυτή η εικόνα είναι ενδεικτική της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια, όπου οι αυξήσεις αφορούν μόνο τα κατώτατα κλιμάκια και, εξαιτίας της έλλειψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δεν επηρεάζουν τις υπόλοιπες αμοιβές.
Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι η στασιμότητα επιδρά αρνητικά στην προσπάθεια επιστροφής στη χώρα μας του εργατικού δυναμικού που έφυγε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Πάνω από 467.000 άτομα ηλικίας 25-44 ετών έφυγαν από την Ελλάδα κατά τη δεκαετία 2008-2017
Σύμφωνα με την έκθεση, κατά τη δεκαετία 2008-2017 μετανάστευσαν περισσότερα από 467.000 άτομα ηλικίας 25-44 ετών. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και πολλοί μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας ξένης υπηκοότητας, που έφυγαν στην αρχή της κρίσης. Οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας όμως, αποτελούν το βασικότερο εμπόδιο επιστροφής στην Ελλάδα για σχεδόν έναν στους τέσσερις Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό. Το ίδιο ισχύει και για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι
επιχειρήσεις στην εύρεση ειδικευμένου προσωπικού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, θετική ήταν η επίδραση των αυξήσεων των κατώτατων μισθών στα μισθολογικά κλιμάκια, έως τα επίπεδα των 1.100-1.200 ευρώ. Ωστόσο, η επίδραση ακολουθούσε φθίνοντα ρυθμό.
Οι επιχειρήσεις αντικαθιστούν υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους με άλλους χαμηλότερα αμειβόμενους
Αντιθέτως, για τις θέσεις εργασίας με αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ το 2016, το βασικότερο εύρημα της έκθεσης είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές μέχρι το 2023. Επίσης, φαίνεται ότι ένα μικρό μέρος των θέσεων εργασίας με υψηλές αμοιβές το 2016, λαμβάνει χαμηλότερες αποδοχές (κάτω από 1.650 ευρώ) το 2023. Αυτό πιθανώς οφείλεται στην αντικατάσταση κάποιων εργαζομένων με άλλους
χαμηλότερα αμειβόμενους ή σε νεοπροσλαμβανόμενους σε παρόμοιες θέσεις εργασίας, οι οποίοι λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές.
Πιο συγκεκριμένα, για τις θέσεις εργασίας με χαμηλές απολαβές (έως 850 ευρώ το 2016), το μέσο ποσοστό μεταβολής των ονομαστικών μισθών ήταν 26,9% από το 2016 έως το 2023. Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές (άνω των 1.650 ευρώ το 2016) είχαν μια εκτιμώμενη μέση αύξηση των ονομαστικών αμοιβών μόλις κατά 0,7%.
Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, οι μισθοί αυτής της κατηγορίας παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητοι. Αν ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο 2016-2023 το επίπεδο των τιμών, με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, αυξήθηκε σωρευτικά κατά 16% περίπου, συνάγεται ότι σε πραγματικούς όρους υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ στις υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας (πάνω από 1.650 ευρώ το 2016) υπήρξαν σημαντικές μειώσεις.