«Γιατί στη χώρα μας πολλές τιμές σε καταναλωτικά αγαθά όπως το γάλα και υπηρεσίες όπως οι τραπεζικές είναι υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης;».
Απάντηση στο ερώτημα επιχειρεί να δώσει το ΚΕΠΕ το οποίο στην τετραμηνιαία έκθεσή του, θεωρεί ότι το μεγάλο ζητούμενο είναι να χτυπηθεί η ακρίβεια προτείνοντας μείωση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ για να μειωθούν οι τιμές υπό την προϋπόθεση ότι η μείωση των φόρων θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές και δεν θα την καρπωθούν οι επιχειρήσεις και δεν θα κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ υπάρχουν και εγχώριοι δομικοί παράγοντες που κρατούν τις τιμές υψηλά και δεν επιτρέπουν την αποκλιμάκωσή τους και όπως σημειώνει: δύο βασικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης ήταν:
- (α) το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, ή η συγχώνευσή τους με άλλες και η αύξηση της συγκέντρωσης (π.χ στις τράπεζες, στα super markets, στην ιδιωτική υγεία κλπ.) και
- (β) η αύξηση της έμμεσης φορολογίας (ειδικοί φόροι κατανάλωσης, ΦΠΑ, τέλη κλπ.).
Αναφορικά με το πρώτο, η συγκέντρωση ενός κλάδου στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού εταιρειών, δηλαδή η δημιουργία ολιγοπωλίων, δεν είναι θετική εξέλιξη για τους καταναλωτές. Τα ολιγοπώλια χαρακτηρίζονται από περιορισμένο ανταγωνισμό, εμπόδια εισόδου, ακαμψία τιμών, ασύμμετρη πληροφόρηση και «στρατηγική» συμπεριφορά των μελών τους για τη διατήρηση υψηλότερων τιμών και κερδών (πληθωρισμός απληστίας).
Αναφορικά με το δεύτερο, τα φορολογικά συστήματα των χωρών της Ευρωζώνης βασίζονται περισσότερο στην άμεση φορολογία και λιγότερο στην έμμεση. Σε εμάς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παρουσιάζει, δηλαδή, το φορολογικό μας σύστημα χαρακτηριστικά τριτοκοσμικής χώρας που αδυνατεί να φορολογήσει δίκαια με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των ατόμων. Συνεπώς, αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας στη χώρα μας είναι αυτά που ενισχύουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού.
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού και η προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας θα πρέπει να γίνει στοχευμένα, ανά κλάδο, καθώς είναι διαφορετικά τα προβλήματα π.χ. του αγροτικού τομέα, του μεταποιητικού τομέα, των υπηρεσιών κλπ.
Επιπρόσθετα, το ΚΕΠΕ θεωρεί ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ξαναδεί τη δομή και το ύψος της έμμεσης φορολογίας. Ιδιαίτερα όταν όλο το τελευταίο διάστημα έχουμε συνεχείς υπερβάσεις των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Δύο είναι τα ζητήματα που πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής στην περίπτωση αναμόρφωσης- μείωσης της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης):
- (α) ότι αυτή θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές και δεν θα την καρπωθούν οι επιχειρήσεις και
- (β) ότι δεν θα κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία.
Για να διασφαλιστεί η μετακύλιση στους καταναλωτές, χρειάζονται ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί. Άρα πρώτα πρέπει να ενισχύσουμε, με κάθε μέσο, την Επιτροπή Ανταγωνισμού και μετά να προχωρήσουμε στη μείωση.
Όσο για τη δημοσιονομική ισορροπία, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ αυτή θα μπορούσε να διασφαλιστεί, εάν ταυτόχρονα με τη μείωση των φόρων πραγματοποιούνταν μείωση των μη μισθολογικών δαπανών.
Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να επανεξετάσουμε από μηδενική βάση τη χρησιμότητα όλων των οργανισμών του Δημοσίου και να συγχωνεύσουμε ή να καταργήσουμε όσους υπολειτουργούν ή δεν παρέχουν επαρκώς ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες, με στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών.