Ο κίνδυνος που έχει προκύψει από την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γαλλία έχει φέρει αναστάτωση στις διεθνείς αγορές, και πολλοί είναι εκείνοι που φοβούνται ότι, αν στη δεύτερη Κυριακή επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα, τότε είναι εξαιρετικά πιθανό να δούμε μεγάλες πιέσεις στο ευρώ, όπως επίσης και νέα άνοδο των επιτοκίων στα ομόλογα.

Και βέβαια, κανείς δεν γνωρίζει τι θα σημάνει για την ΕΚΤ η νέα τάξη πραγμάτων που τείνει να δημιουργηθεί. Μάλιστα, σε ανάλυση του Reuters από τον γνωστό αρθρογράφο, Hugo Dixon, επισημαίνεται ο κίνδυνος για μία νέα κρίση του ευρώ, ένας κίνδυνος που, όπως σημειώνεται, αυξάνεται σημαντικά. Σύμφωνα με την ανάλυση, ο κίνδυνος αυτός εστιάζεται στα δημοσιονομικά προβλήματα – υψηλά ελλείμματα και χρέος – που αντιμετωπίζουν η γαλλική και η ιταλική οικονομία. Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι δύο μεγάλες αυτές χώρες δεν θα επιτύχουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ δεν συντρέχουν και προϋποθέσεις σημαντικής ανάπτυξης για να μειώσουν με τον τρόπο αυτό τα χρέη τους.

Οι φόβοι των επενδυτών

Οι επενδυτές ανησυχούν, και αυτό φαίνεται από την πρώτη στιγμή που προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές στη Γαλλία και εντάθηκαν μετά το αποτέλεσμα αυτών. Εκτός των πολιτικών συνθηκών, εμφανίζεται πραγματική αδυναμία διόρθωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών, και φαίνεται ότι μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα και στην Ευρωζώνη, όπως συνέβη την περασμένη δεκαετία, αν και σήμερα μάλλον δεν συντρέχουν ακόμη οι συνθήκες για να συμβεί αυτό.

Όπως σημειώνεται από τον αρθρογράφο, η κατάσταση στην Ευρωζώνη και ειδικά στις δύο αυτές μεγάλες οικονομίες, μοιάζει με ένα δάσος όπου συσσωρεύεται ξερό προσάναμμα.

Ο κύριος φόβος σήμερα είναι ότι η Γαλλία, όπου η ακροδεξιά Rassemblement National (Εθνική Συσπείρωση) κυριάρχησε στον πρώτο γύρο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών, μπορεί να εισέλθει σε μια περίοδο ακραίας πολιτικής αστάθειας και δημοσιονομικής σπατάλης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομη αύξηση των αποδόσεων των γαλλικών κρατικών ομολόγων.

Η υπερχρεωμένη Ιταλία

Άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, και ιδιαίτερα η Ιταλία, θα μπορούσαν να υποστούν το φαινόμενο του ντόμινο. «Το ενιαίο νόμισμα θα βρισκόταν τότε στα σχοινιά. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερες οικονομίες από την Ελλάδα και τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης που βρέθηκαν στο επίκεντρο της τελευταίας κρίσης», σημειώνει.

Αυτό το σενάριο δεν φαίνεται να είναι άμεσο, επειδή ο Ζορντάν Μπαρντελά, ο ακροδεξιός υποψήφιος για την πρωθυπουργία, έχει περιορίσει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις του κόμματός του. Ο Εθνικός Συναγερμός θέλει τη νίκη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2027 και θα ήταν ανόητο να υπονομεύσει την αξιοπιστία του προκαλώντας μια οικονομική κρίση πριν από αυτές.
Οι επενδυτές φαίνονται να είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι από τις 9 Ιουνίου, που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε τις εκλογές, με τη διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των γαλλικών και των γερμανικών 10ετών κρατικών ομολόγων να έχει διευρυνθεί, ανοίγοντας από τις 49 στις 85 μονάδες βάσης.

Ο αντίκτυπος στην Ιταλία ήταν επίσης σημαντικός, αλλά όχι σε βαθμό που να φέρνει πανικό ή να είναι μάντης κακών, αφού η διαφορά απόδοσης των ομολόγων της σε σχέση με τα γερμανικά αυξήθηκε στις 162 από τις 133 μονάδες βάσης. Το 2011, όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν πρωθυπουργός της Ιταλίας, η διαφορά έφτασε τις 560 μονάδες βάσης.

Ομόλογα

Η Ευρωζώνη διαθέτει τρόπους για να προστατευτεί από μια οικονομική κρίση, όπως με την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του TPI (του μέσου προστασίας μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής), το οποίο όμως προβλέπεται για να «αντιμετωπίζει αδικαιολόγητες και άτακτες δυναμικές της αγοράς» και όχι σπάταλες δημοσιονομικές διαχειρίσεις από χώρες-μέλη. Έτσι, μια κυβέρνηση που κινείται αυθαίρετα μπορεί να μείνει μόνη της απέναντι στους επενδυτές ομολόγων, όπως έμεινε η Ελλάδα το 2015 μέχρι να αποδεχθεί το τρίτο μνημόνιο.

Μία διαφορά με την κρίση του ευρώ είναι πως τα επιτόκια είναι τώρα υψηλότερα από ό,τι ήταν τότε και επομένως είναι υψηλότερο το κόστος εξυπηρέτησης των κρατικών χρεών.

Το χρέος της Ιταλίας ανήλθε στο 137% του ΑΕΠ της πέρυσι, ενώ της Γαλλίας στο 111%, ενώ τα δημοσιονομικά ελλείμματα των δύο χωρών ανέρχονταν στο 7,2% και 5,5% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε τη Γαλλία και την Ιταλία, μαζί με άλλες επτά χώρες της Ευρωζώνης και τρεις που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ, στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τους επόμενους μήνες θα προσπαθήσει να πείσει καθεμία από αυτές να μειώσουν το χρέος τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

Η Γαλλία και η Ιταλία μπορεί να χρειαστεί να περιορίζουν ετησίως το έλλειμμά τους κατά 0,5% και 0,6% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, αν τους δοθεί το μέγιστο χρονικό διάστημα των επτά ετών για να προσαρμοστούν, σύμφωνα με το ινστιτούτο Bruegel.