«Πρέπει να ανοίξουμε τις πύλες του ανταγωνισμού», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμώντας ότι το πρόβλημα της ακρίβειας είναι κατά 80% εισαγόμενο και κατά 20% οφείλεται σε εγχώρια ζητήματα ανταγωνισμού.
Παράλληλα, ο Γιάννης Στουρνάρας έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην κλιματική αλλαγή, που χαρακτήρισε «ως τον μεγαλύτερο εχθρό του πλανήτη και της ανθρωπότητας και είναι ύπουλος, γιατί κινείται κάτω από το “ραντάρ”, την ώρα που στην Ευρώπη, την Αμερική και την Κίνα ασχολούνται με το να κάνουν εμπορικούς πολέμους», μιλώντας στο 1ο Διεθνές Συνέδριο του ΤΜΕΔΕ, με θέμα «Redefining the Future Horizons: Σχεδιάζοντας τις βιώσιμες στρατηγικές του αύριο».
Ο ίδιος επεσήμανε την ανάγκη ανάληψης πολιτικών ευθυνών, ενώ έκανε λόγο για «μυωπική συμπεριφορά» των ηγεσιών, οι οποίες καλούνται να αξιοποιήσουν όλο το οπλοστάσιό τους για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Συμπλήρωσε δε, ότι «η ΤτΕ είναι η πρώτη τράπεζα στον κόσμο που άρχισε να ασχολείται με ζητήματα κλιματικής αλλαγής ήδη από το 2009».
Όπως είπε, στην κλιματική κρίση «ο Νότος θα έχει μεγαλύτερο κόστος από τον Βορρά, γι΄ αυτό πρέπει να ασφαλιστούμε έναντι κινδύνων». Χρειάζονται, όπως είπε, “μαξιλάρια” στις ασφαλιστικές εταιρείες και στις τράπεζες για προβλέψεις, εκφράζοντας παράλληλα την πεποίθηση πως η Ευρώπη θα κινηθεί έγκαιρα και με συναίνεση μεταξύ των κρατών-μελών.
Aναφερόμενος στην ελληνική οικονομία, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τόνισε ότι σήμερα η χώρα ακόμα ανακάμπτει, ενώ η θεωρία πως η Ελλάδα είναι μόνο τουρισμός και ακίνητα δεν ισχύει, διότι αδικεί άλλους τομείς, όπως η βιομηχανία και οι κατασκευές. Αναφερόμενος στην εποχή των μνημονίων, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι έλυσαν πολλά προβλήματα, μέσω των οποίων προωθήθηκε ένα σύνολο σημαντικών μεταρρυθμίσεων, όπως η δημιουργία φορολογικού μηχανισμού μέσω της ΑΑΔΕ. Επιπλέον, η χώρα μας έλαβε μια πρωτοφανή βοήθεια ύψους 290 δισ. ευρώ, η οποία διοχετεύτηκε στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, γραφειοκρατία και καθυστερήσεις στη δικαιοσύνη είναι σήμερα τα μεγαλύτερα προβλήματα, ενώ απαιτείται να προχωρήσουν γρήγορα επιπλέον μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους επεσήμανε πως είναι εξασφαλισμένη, εφόσον τρέξει η ανάπτυξη και πετυχαίνουμε πρωτογενή πλεονάσματα πέριξ του 2% τα επόμενα χρόνια.
Εστίασε, μάλιστα, στην αύξηση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και τις παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό.
Όσον αφορά την ακρίβεια, ανέφερε πως το πρόβλημα είναι κατά 80% εισαγόμενο και κατά 20% οφείλεται σε εγχώρια ζητήματα ανταγωνισμού (στην εγχώρια αγορά). Δήλωσε πως πρέπει να ανοίξουμε τις πύλες του ανταγωνισμού, προαναγγέλλοντας πως η ΤτΕ θα παρουσιάσει μελέτη το ερχόμενο διάστημα για τις αιτίες των ανατιμήσεων.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση έχει μία καθαρή τριετία μπροστά της και δεν πρέπει να κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις, με κυρίαρχες αυτές στη δικαιοσύνη, την αγορά εργασίας, και στο “τρίγωνο της γνώσης”: παιδεία, καινοτομία, έρευνα.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό στην ΕΕ, τον χαρακτήρισε αναστρέψιμο, εκτίμησε ότι θα είμαστε κοντά στον στόχο του 2% στο τελευταίο τρίμηνο του 2025», επισημαίνοντας παράλληλα ότι: «Η Ευρώπη χρειάζεται να ολοκληρώσει την τραπεζική της ένωση και να αποκτήσει ένα σύστημα πανευρωπαϊκής εγγύησης καταθέσεων και διαχείρισης κρίσεων. Χρειάζονται κοινοί κανόνες».